top of page

γιαλός  | yalı

 

sea shore /ΕΛ/

 

γιαλός ο [jalós]: το κομμάτι της θάλασσας που εκτείνεται κατά μήκος της ξηράς: Mπροστά στα μάτια τους απλωνόταν γαλάζιος ο ~. Οι βαρκούλες αρμενίζουν στο γιαλό. ΠAΡ Kάνε το καλό* και ρίξ΄ το στο γιαλό. Ή στραβός* είν΄ ο ~ ή στραβά αρμενίζουμε. || το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας: Όλος ο κόσμος ήταν κάτω στο γιαλό. Kαθότανε στην άκρη του γιαλού. (έκφρ.) γιαλό γιαλό, επιρρηματικά, κατά μήκος του γιαλού: Tράβα γιαλό γιαλό και θα βρεις το μαγαζί. Πηγαίναμε γιαλό γιαλό.

[μσν. γιαλός < αρχ. αἰγιαλός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

 

γιαλός ο [jalós]: the part of the sea that stretches along the shore: In front of their eyes, the blue stretched out. The boats are on the hill. PAR Make good * and throw it at the pool. The crook is the wrong one. || the piece of land that stretches along the sea: All the world was down on the bay. He stood at the edge of the sea. (exp.) bayonet, spirited, along the yelow: Trava bay and you will find the shop. We walked a lot.

[min. < (comes from αἰγιαλός)

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=γιαλός&dq Last Accessed: 05 Jan 2018

 

γιαγλί | yağlı x

 

oily plaster /TR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

γιαγλί: πρωτο στρωμα σοβα σε τοιχους η οροφες, απο ξυλοπηχες (μπαγδατι), που αποτελειται απο ασβεστοκονιαμα και τριχες ατσικας.

 

γιαγλί: First layer of walls or ceilings, made of plaster, consisting of plaster and stucco.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.39

 

γıάπη | yapı x

 

construction /AR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

Source: https://el.wiktionary.org/wiki/γιαπί#Ετυμολογία Last Accessed: 09 Jan 2018

 

γıάπη: (τουρκικό yapi) ημιτελής οικοδομή, στο στάδιο κατασκευής, και κατ’ επέκταση, εργοτάξιο.

 

γıάπη: (Turkish yapi) unfinished building, at the construction stage, and by extension, a construction site.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.12

 

γκίνι | gönye x

 

miter, miter joint /TR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

γκίνι: μικρη πηχη για συνδεση σανιδων με εντορμια,γκινισοπηχη.

 

γκίνι: small material for the connection of planks with jigsaws, gynecose.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.39.

 

Before Turkish, the word is coming from Old Greek ‘gōnía γωνία.’

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/gönye Last Accessed: 05 Jan 2018

 

γομαλάκα | gomalak x

 

lac, shellac, seed lac /FR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

γομαλάκα: (κομμιορητινη). Χρησιμευει για το γυαλισμα ξυλων || διαλυση κομμιορητινις σε οινοπνευμα, με τη οποια γινεται το γυιαλισμα του ξυλου.

 

γομαλάκα: used for polishing wood || dissolving commiterin in alcohol, which makes the glowing of the wood.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.42.

 

Hasol, Doğan. (2003/2016) Dictionary of Architecture and Building, Istanbul: YEM. p. 338.

bottom of page