top of page

δαντέλα | dantel

 

lace, tablecloth /FR/

 

δαντέλα η [δantéla]: είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ. σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.

[λόγ. < γαλλ. dentell(e) -α (ορθογρ. δαν.)]

 

δαντέλα η [δantéla]: a kind of fine perforated net of cotton, silk, yarns, which, as they are interlaced, create decorative patterns and one side of which ends conventionally. in alternating recesses and elbows: ~ of the hand / machine. She laces lace. Tablecloth garnished with ~. Toilet from ~.

[Log. <french. dentell (e) -a (orthographic)]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=δαντέλα&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018

 

δεσποτάκι | dişbudak x

 

ash, ashen /TR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

δεσποτάκι (ή) ντισπουτάκι (ή) ντεσπουτακι: μελιά η φράξινος.

 

δεσποτάκι (ή) ντισπουτάκι (ή) ντεσπουτακι: ash or fern.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.48.

 

bottom of page