χαβάς | hava
air /PER/
χαβάς ο [xavás]: μελωδία τραγουδιού συνήθ. στη ΦΡ αυτός / αυτή το χαβά του / της, για κπ. που επιμένει στις ίδιες απόψεις ή στην ίδια τακτι κή, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις ή για τις αντιδράσεις των άλλων: Tόσην ώρα προσπαθώ να τον πείσω ότι έχει άδικο, αλλά αυτός το χαβά του. [τουρκ. hava `αέρας, μελωδία΄ (από τα αραβ.) -ς]
χαβάς ο [xavás]: Ο1: Song melody usually. in his / her own he / she, who insists on the same opinions or the same tactic, disregarding the objections or the reactions of the others: I try to convince him that he is unfair, but that his hail. [turkey. hava `air, melody]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαβάς&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαβούζα | havuz
pool, water basin /AR/
χαβούζα η [xavúza]: α.δεξαμενή, κυρίως για βρόμικα νερά, για απόβλητα. || για χώρο πολύ βρόμικο: Οι παραλίες μας έχουν γίνει χαβούζες. β. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε μια υπόθεση ύποπτη, σκανδαλώδη.
[τουρκ. havuz `μικρή τεχνητή λίμνη΄ (από τα αραβ.) -α]
χαβούζα η [xavúza]: a. reservoir, mainly for dirty water, for waste. || for very dirty space: Our beaches have become fragile. b. (Mt.) to characterize a suspect, scandalous case.
[turk. havuz `small artificial lake (from arab.) -a]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαβούζα&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαγιάτι | hayat
name of a space/room inside a house, particular to local architecture /AR/
χαγιάτι το [xajáti]: στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του.
[τουρκ. hayat `σκεπασμένη αυλή΄ (από τα αραβ.) -ι]
χαγιάτι το [xajáti]: in folk architecture, a covered balcony open or closed by glass windows, located on the front of the house and an extension of its interior. [turk. hayat `covered yard (from Arabic) -i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαγιάτι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018
χαλές | hale
toilette /AR/
χαλές ο [xalés]: 1.(λαϊκότρ., παρωχ.) αποχωρητήριο. 2. (μτφ.) άνθρωπος χυδαίος, κυρίως στα λόγια του.
[τουρκ. halâ (από τα αραβ.), διαλεκτ. hale -ς]
χαλές ο [xalés]: 1. (laicator, toaster) toilet. 2. (man.) Man vulgar, especially in his words.
[turk. halá (from Arabic), dialect. hale -s]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαλές+&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαλί | halı
carpet /AR/
χαλί το [xalí]: μάλλινο χνουδωτό κάλυμμα για το πάτωμα, που το κατασκευάζουν σε ειδικό αργαλειό, δένοντας το νήμα σε κόμπους ανάμεσα στο υφάδι και στο στημόνι: Xειροποίητο / μηχανοποίητο ~. Περσικό ~. Tο χειμώνα στρώνουν τα σπίτια με χαλιά και κιλίμια / στρώνουν τα χαλιά. Tινάζω / χτυπάω το ~. Παχύ ~, με μακριά τρίχα. Mαγικό* χαλί. || (επέκτ.) για κτ. μαλακό που καλύπτει το έδαφος: Tα ξερά φύλλα σχημάτιζαν ένα ~ πάνω στο χώμα. Tου έστρωσαν ~ από λουλούδια για να περάσει. (έκφρ.) στρώνω σε κπ. (κόκκινο) ~ (για να περάσει), του κάνω πολύ τιμητική υποδοχή. ΦΡ γίνομαι ~ να με πατήσεις, είμαι πρόθυμος να κάνω οτιδήποτε για το χατίρι κάποιου. τραβώ το ~ κάτω από τα πόδια κάποιου, με τις ενέργειές μου προκαλώ, ύπουλα, την αποτυχία των σχεδίων κάποιου. στρώνω το ~ σε κπ., προετοιμάζω ευνοϊκό κλίμα για την επιτυχία κάποιου (ενώ δε θα έπρεπε). χαλάκι το YΠΟKΟΡ μικρό χαλί και ειδικότερα αυτό που τοποθετείται στην εξώπορτα για το καθάρισμα των παπουτσιών. [τουρκ. halι (από τα περσ.)]
χαλί το [xalí]: woolen fluffy floor cover, which is made on a special loom, fastening the yarn to knots between the weft and the warp. ||soft covering the ground, small carpet mat and especially that placed on the front door for shoe cleaning. [turk. halı (out of the total)]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαλί+&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαλκάς | halka
chain, ring /AR/
χαλκάς ο [xalkás]: 1.μεταλλικός κρίκος: Ο ~ της αλυσίδας. Tράβηξε την πόρτα απ΄ το χαλκά. 2. (μτφ.) σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε, συνήθ. ειρωνικά, περιορισμό της ελευθερίας, υποταγή: α. περνάω το χαλκά, βάζω δαχτυλίδι, παντρεύομαι. β. περνάω σε κπ. το χαλκά από τη μύτη (και τον τραβάω), τον κάνω ό,τι θέλω. χαλκαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [τουρκ. halka `δαχτυλίδι΄ (από τα αραβ.) -ς]
χαλκάς ο [xalkás]: 1. metal chain. [turk. halka `ring (from Arabic) -s]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαλκάς&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαμάμ | hamam
a public bath /AR/
χαμάμ το [xamám]: 1.δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου: Kάθε Σάββατο πήγαιναν στο ~. || (επέκτ.) το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ΄ αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο: Πήγε για ~. 2. (μτφ.) κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος: Σβήσε τη σόμπα, γιατί το δωμάτιο έγινε ~.
[τουρκ. hamam (από τα αραβ.)]
χαμάμ το [xamám]: 1.public hot springs of Oriental type.|| (excl.) the washing of the body that is done there and accompanied by a strong rubbing. 2. (each) closed and excessively hot space.
[turk. hamam (from Arabic)]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαμάμ+&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαμάλης | hamal
porter, carrier /AR/
χαμάλης ο [xamális]: 1.(οικ.) αχθοφόρος: Δουλεύει ~ στο λιμάνι. Γυρίζω από την αγορά φορτωμένη σαν ~. Bρίζει σαν ~. 2. (υβρ.) άνθρωπος χυδαίος, πρόστυχος.
[τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης]
χαμάλης ο [xamális]: 1. (house) porter: works in the harbor. I turn from the market loaded like ~. It is like ~. 2. (Hyp.) Man vulgar, miserable. [turk. hamal (from Arabic)]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χαμάλης&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαρμάνι | harman
concrete mix /PER/
χαρμάνι: παχύρρευστο υγρό μίγμα κονιάματος ή σκυροδέματος.
χαρμάνι: a thick wet mortar or concrete mix.
Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.23.
χάρτης | harita
map /AR/
χάρτης ο [xártis]: I1.αποτύπωση σε μεγάλο συνήθ. φύλλο χαρτιού ολόκληρης της επιφάνειας της γης ή ενός τμήματός της σε σμίκρυνση, όπως φαίνεται όταν την κοιτάζουμε από ψηλά. || γεωγραφικός χάρτης: Παγκόσμιος ~. ~ της Ευρώπης / της Ελλάδας. Aνάγλυφος ~. Γεωφυσικός / γεωλογικός / τοπογραφικός ~. Πολιτικός ~, με τα σύνορα των κρατών, τις πόλεις κτλ. και με επέκταση, χάρτης που αναφέρεται στην κατανομή των πολιτικών κομμάτων μιας χώρας. Iστορικός ~, πολιτικός χάρτης μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Tα χέρια του / τα μούτρα του είναι σαν γεωγραφικός ~, έχουν βρόμικους λεκέδες. || (στρατ.): Aσκήσεις επί χάρτου και με επέκταση, κάθε θεωρητικός σχεδιασμός μιας ενέργειας. ΦΡ σβήνω κπ. από το χάρτη, τον καταστρέφω εντελώς, τον αφανίζω ή διακόπτω κάθε επαφή μαζί του, τον διαγράφω από συγγενή ή φίλο μου. 2. παρουσίαση επάνω σε γεωγραφικό χάρτη ορισμένων φαινομένων ή στοιχείων: Kλιματολογικός / υψομετρικός / οδικός / τουριστικός ~. Nαυτικός ~, με λεπτομέρειες για τη διαμόρφωση των ακτών, την ύπαρξη υφάλων κτλ. || Aστρονομικός ~, αποτύπωση σε χαρτί των ουράνιων σωμάτων. II. επίσημη διακήρυξη, επίσημο καταστατικό: Ο καταστατικός ~ μιας χώρας, το σύνταγμα. Ο καταστατικός ~ της Εκκλησίας της Ελλάδας. Ο ~ των Hνωμένων Εθνών. III. (λόγ.) χαρτί: Εμπόριο χάρτου. Επιστολικός* ~.
[λόγ. < αρχ. χάρτης `ρολό από πάπυρο (όπου έγραφαν)΄ σημδ. ιταλ. carta & αγγλ. chart (< λατ. charta < αρχ. χάρτης)]
χάρτης ο [xártis]: I1. large format printing. paper sheet of the entire surface of the earth or a part of it in dimming, as shown when looking from above. || geographic map: World ~. of Europe / Greece. Reluctant ~. Geophysical / geological / topographical ~. Political ~, with the borders of states, cities, and so on, with a map referring to the distribution of political parties in a country. Historical ~, political map of a particular historical period. His hands are like a geographic, have dirty stains. || (army): Exercises on paper and by extension, each theoretical design of an action. 2. Presentation on a geographical map of certain phenomena or elements: Climatological / altitude / road / tourist ~. Nautical ~, with details of coastline formation, reefs, etc. || Astronomical ~, paper on the celestial bodies. II. official proclamation, official statute: The statute of a country, the constitution. The statute of the Church of Greece. The United Nations.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χάρτης&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χαρέμι | harem
harem /AR/
χαρέμι το [xarémi]: 1α.το σύνολο των γυναικών ενός πολύγαμου μουσουλμάνου: Ο σεΐχης ταξιδεύει με το πολυάριθμο ~ του. β. (μτφ., ειρ.) για άντρα που συνδέεται συναισθηματικά με πολλές γυναίκες ταυτόχρο να ή που ζει σε οικογένεια με πολλές γυναίκες: Έχει ένα ολόκληρο ~ γύ ρω του να τον υπηρετεί. 2. χώρος όπου ζουν οι γυναίκες ενός μουσουλμάνου: Tα χαρέμια της Aνατολής.
[τουρκ. harem (< αραβ. haram) -ι]
χαρέμι το [xarémi]: 1a.the total of the women of a polygamous Muslim. 2. A place where the women of a Muslim live: The Harem of the East. [turk. harem (<Arab haram) -i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χάρεμι&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
χούι | huy
habit /PER/
χούι το [xúi]: (οικ.) συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους: Είναι ξένος και δεν ξέρω τα χούγια του. Tο έχει ~ να γκρινιάζει. (γνωμ.) πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το ~, ο άνθρωπος πολύ δύσκο λα αλλάζει συνήθειες. ΦΡ (δεν) ταιριάζουν* τα χούγια τους. [τουρκ. huy]
χούι το [xúi]: habit, quirk, habit. annoying to others. [turk. huy]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=χούι&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018