top of page

φαλτσέτα | falçata

 

a kind of cutter /IT/

 

φαλτσέτα η [faltséta]: 1. κοπίδι υποδηματοποιού. 2. κοφτερό όργανο: Πάνω στον καβγά τράβηξε ~.

[παλ. ιταλ. falcetta `κοφτερή λάμα σε άκρη πολεμικού κονταριού΄]

 

φαλτσέτα η [faltséta]: 1. Shoe cutter shoe. 2. sharp instrument: On the bend pulled ~.

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=φαλτσετα&dq= Last Accessed: 12 Jan 2018

 

φανάρι | fener

 

lamp /ΕΛ/

 

φανάρι το [fanári]: I1. σηματοδότης για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας: Tα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν. 2. φανός διάφορων οχημάτων: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου / μοτοσικλέτας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναβόσβησε δυο φορές τα φανάρια του. Mπροστινά / πισινά φανάρια. 3α. μεταλλική συνήθ. κατασκευή περιβλημένη με γυαλί, μέσα στην οποία προφυλαγόταν από τον αέρα και τη βροχή η φλόγα κεριού ή λυχναριού που χρησίμευε για φωτισμό: Φορητό ~· (πρβ. φανός* θυέλλης). ΦΡ ψάχνω με το ~, ερευνώ με προσοχή κι επιμονή. κρατάω ~, ανέχομαι ή και διευκολύνω τις ερωτικές δραστηριότητες άλλων. φως* ~. || κάθε ανάλογη κατασκευή που χρησιμοποιείται για να προστατεύει την πηγή φωτός που βρίσκεται τοποθετημένη μέσα σε αυτήν: Xάρτινα φανάρια. Hλεκτρικά φανάρια. β. μέσο φωτισμού των δρόμων, προσαρμοσμένο συνήθ. σε κολόνα ή σε τοίχο. || Kόκκινα φανάρια, παλαιότερα το πορνείο. γ. (ναυτ.) ο φάρος. II. κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά. φαναράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I2, 3.

[μσν. φανάρι (στη σημ. I3) < φανάριον με αποφυγή της χασμ. < αρχ. φαν(ός) υποκορ. -άριον > -άρι]

 

φανάρι το [fanári]: I1. Traffic controller: Traffic lights do not work. 2. a lamp of various vehicles: ~ car / bicycle / motorcycle. The driver of the car twitched its traffic lights twice. Front / rear lights. 3a. metallic custom. a glass-built structure in which the candle or lamp flame that used to illuminate was protected by air and rain: Portable (for example, a storm lamp). I'm looking for the FR with the ~, I research with care and persistence. I hold ~, tolerate or even facilitate the erotic activities of others. light * ~. || any analogous structure used to protect the light source located within it: Paper lanterns. Electric lanterns. b. street lighting, customized. on a pillar or on a wall. || Red lanterns, formerly the brothel. c. (nautical) the lighthouse. II. hanging construction with fine mesh around a metal skeleton, where they mostly kept food.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=φανάρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

φανος | fanus

 

lamp /ΕΛ/

 

φανός ο [fanós]: (λόγ.) 1. φωτιστικό σώμα διάφορων οχημάτων· φανάριI2: Φανοί πορείας, προβολείς. Φανοί πέδησης, που ανάβουν προειδοποιητικά, όταν το όχημα φρενάρει. Φανοί όγκου, για φορτηγά. Φανοί ομίχλης, ειδικοί προβολείς για συνθήκες ομίχλης. 2. το φανάριI3α: ~ θυέλλης, με ειδικό προστατευτικό κάλυμμα, ώστε να μη σβήνει με τη βροχή ή τον αέρα. Ενετικός* ~. ΦΡ μετά φανών και λαμπάδων, με μεγάλη λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, πανηγυρικά (συνήθ. με περιπαικτική χροιά): Οι οπαδοί του τον υποδέχτηκαν μετά φανών και λαμπάδων. 3. (ναυτ.) μονάδα του φωτιστικού δικτύου της ναυσιπλοΐας: Φανοί λιμένος / επάκτιοι, φάροι. || Φανοί πρύμνης. Πλοηγικοί / πλευρικοί φανοί.

[λόγ. < αρχ. φανός `δαυλός΄ σημδ. αγγλ. torch]

 

φανός ο [fanós]: (verb.) 1. lamp of various vehicles; lanternI2: main beam headlamps, headlamps. Brake lights, warning lights when the vehicle brakes. Volumetric lamps for trucks. Fog lights, special headlamps for fog conditions. 2. the lantern with a special protective cover to prevent it from extinguishing by rain or air. Venetian *. FF after lights and candles, with great brilliance, majesty, festive (custom with a hint of intricacy): His followers welcomed him with lights and candles. 3. Naval unit of the navigation light network: Ports / docks, beacons. || Stern lights. Navigation / side lights.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=φανός&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

φαράσι | faraş

 

dust pan /AR/

 

φαράσι το [farási]: είδος μεταλλικού ή πλαστικού φτυαριού, με κοντή συνήθ. λαβή και με πλαϊνά τοιχώματα, για το μάζεμα σκουπιδιών: Πάρε σκούπα και ~ και μάζεψε τα γυαλιά απ΄ το πάτωμα. [τουρκ. faraş -ι]

 

φαράσι το [farási]: a metal or plastic shovel, with a short habit. handle and with side walls to collect garbage: Take a broom and ~ and collect the glasses from the floor. [turk. faraus-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=φαράσι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

φατουρα | fatura x

 

bill (general bill inTR, bill for construction work in EL) /IT/

 

φατουρα: τρόπος αμοιβής για οικοδομική εργασία, χωρίς να περιλαμβάνεται η αξία των υλικών.

 

φατουρα: a way of paying for building work without including the value of materials.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.23.

 

φυτίλι | fitil x

 

wick /AR/

 

Source: https://el.wiktionary.org/wiki/φιτίλι Last Accessed: 12 Jan 2018

Source: https://translate.google.com/#el/en/φυτίλι Last Accessed: 12 Jan 2018

bottom of page