μαβί | mavi
blue /AR/
μαβής -ιά -ί [mavís] Ε8 & μαβί [maví] Ε (άκλ.): (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια. Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα. [τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς· τουρκ. mavi]
μαβί or μαβής: blue.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μαβι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
μακαράς | makara
spool /AR/
μακαράς ο [makarás]: ο τροχός της τροχαλίας.
[τουρκ. makara -ς]
μακαράς ο [makarás]: the pulley wheel.
[turk. makara]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μακαρας&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018
μαλάς | mala x
trowel /PER/
μαλάς: μεγάλο μυστρί.
μαλάς: big trowel.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.109.
μανάβικο | manav
the grocery store of fresh vegetables and fruits /not certainly, TR/
μανάβικο το [manáviko]: το κατάστημα του μανάβη: Πήγε στο απέναντι ~ για να αγοράσει φρούτα και λαχανικά. [μανάβ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]
Note:
μανάβης ο [manávis] μανάβισσα [manávisa]: αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την πώληση, ιδίως τη λιανική, φρούτων και λαχανικών: Ο ~ της γειτονιάς. Πλανόδιος ~. [τουρκ. manav -ης· μανά β(ης) -ισσα]
μανάβικο το [manáviko]: The grocery store. [grocery store], n. of -year]
Note:
μανάβης ο [manávis] μανάβισσα [manávisa]: who is professionally engaged in the sale, especially retail, fruit and vegetables. [turk. manavcı)
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μανάβης&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/manav Last Accessed: 11 Jan 2018
μαντέμι | maden
cast iron /AR/
μαντέμι το [madémi]: 1. (προφ.) ο χυτοσίδηρος: Λιωμένο / πυρακτωμένο ~. Σόμπα από ~. 2. (λαϊκότρ.) το μετάλλευμα. [τουρκ. maden (από τα αραβ.), διαλεκτ. madem -ι]
μαντέμι το [madémi]: 1. (προφ.) ο χυτοσίδηρος: Λιωμένο / πυρακτωμένο ~. Σόμπα από ~. 2. (λαϊκότρ.) το μετάλλευμα. [τουρκ. maden (από τα αραβ.), διαλεκτ. madem -ι]
μαντέμι το [madémi]: 1. (cast) cast iron: molten / incandescent ~. Stove from ~. 2. (popcorn) the ore.
[turk. maden (from Arabic), dialect. madem-i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μαντέμι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
μαντικάπι | matkap
drill /AR/
μαντικάπι το [matikápi] & ματικάπι: είδος τρυπανιού.
[τουρκ. matkap -ι με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [m] ]
μαντικάπι το [matikápi] & ματικάπι: drill type. [turk. matkap ]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μαντικαπι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
μάντρα | mandıra
dairy farm /ΕΛ/
μάντρα η [mándra]: 1. περιφραγμένος ανοιχτός χώρος, στον οποίο συνήθ. αποθηκεύουν και πουλούν διάφορα αντικείμενα: ~ με οικοδομικά υλικά / με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. 2. ο μαντρότοιχος: Kήπος με ~ ολόγυρα. Xτίζω ~. Πήδησε τη ~ κι έφυγε. [αρχ. μάνδρα (προφ. [nd] ) `περικλεισμένος χώρος για άλογα΄, ελνστ. `για πρόβατα΄]
μάντρα η [mándra]: 1. fenced open space, to which it is customary. store and sell various items: ~ with building materials / used cars. 2. The staircase: Around-the-Garden. I make ~. He went up and left.
[begin. pen (nd)) `enclosed space for horses, `for sheep]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μαντρα&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018.
μαραγκός | marangoz
carpenter /IT/
μαραγκός ο [maraŋgós]: τεχνίτης που κατασκευάζει απλά, πρόχειρα ξύλινα έπιπλα ή άλλες ξύλινες κατασκευές· (πρβ. ξυλουργός).[βεν. marango(n) -ς]
μαραγκός ο [maraŋgós]: a craftsman who manufactures simple, rough wooden furniture or other wooden constructions (see carpenter).
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μαραγκός&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μασίφ | masif
solid /FR/
μασίφ [masíf] Ε (άκλ.) : που είναι συμπαγής, που αποτελείται ολόκληρος από το ίδιο υλικό: Έπιπλα από ξύλο ~. [λόγ. < γαλλ. massif]
μασίφ [masíf] Ε (άκλ.) : solid, consisting of the same material: Wood furniture ~.
[Log. <french. massif]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μασιφ&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018.
μέγγενη |mengene
clamp /ΕΛ/
μέγγενη η [méngeni]: 1α. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες για να σφίγγουν αντικείμενα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους: Ο μαραγκός έσφιξε το ξύλο στη ~ κι άρχισε να το πριονίζει. Tα μπράτσα του παλαιστή έσφιγγαν τον αντίπαλο σαν ~, πολύ δυνατά. β. όργανο βασανισμού: Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το κεφάλι με τη ~. 2. (μτφ.) για κτ. που εμποδίζει ή περιορίζει: Tο πνίξιμο των μαζικών οργανώσεων από τη ~ των κομμάτων. [αντδ. < τουρκ. mengen(e) -η < ελνστ. μάγγανον `δοκάρι τροχαλίας΄]
μέγγενη η [méngeni]: 1a. a tool that craftsmen use to tighten objects while they are being processed. 2. (mt.) For k. which prevents or restricts.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μέγγενη&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018.
μεϊντάνι | meydan
square /AR/
μεϊντάνι: (λαϊκότρ.) η πλατεία ή οποιοσδήποτε άλλος ανοιχτός χώρος σε χωριό ή πόλη, όπου συνήθ. μαζεύονται πολλοί άνθρωποι: Nτύθηκε, στολίστηκε και βγήκε στο ~. ΦΡ βγαίνω στο ~, εμφανίζομαι δημόσια. βγάζω κτ. στο ~, γνωστοποιώ κτ., ιδίως κακό. [τουρκ. meydan -ι]
μεϊντάνι: the square or any other open space in a village or town, where it is usual. many people are gathered. [turk. meydan]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μεϊντάνι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/meydan Last Accessed: 11 Jan 2018
μεντεσές | menteşe
hinge /PER/
μεντεσές ο [mendesés]: μεταλλικό εξάρτημα πόρτας ή παραθύρου, πάνω στο οποίο αυτά στηρίζονται και ανοιγοκλείνουν· ρεζές: Έτριξαν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, καθώς άνοιξε η παλιά ξύλινη πόρτα.
[τουρκ. menteşe -ς]
μεντεσές ο [mendesés]: a metal door or window accessory on which they are supported and opened; reverses. [turk. menteas]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μεντεσές&dq= Last Accessed: 31 Jan 2018
μερεμέτι | meramet
repair /AR/
μερεμέτι το [mereméti]: (οικ.) 1. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. 2. ξυλοδαρμός. [τουρκ. meremet (από τα αραβ.) -ι]
μερεμέτι το [mereméti]: (for house) 1. repair of minor damage. 2. beating. [turk. meramet (from Arabic) -i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μερεμέτι&dq= Last Accessed: 31 Jan 2018
μόλος | moloz
rubble /ΕΛ/
μόλος ο [mólos]: στενόμακρη κατασκευή από πέτρες, τσιμέντο κτλ. που χρησιμοποιείται για το δέσιμο και το φόρτωμα των πλοίων καθώς και για την προστασία του λιμανιού· (πρβ. προκυμαία, προβλήτα): Kαράβι πλευρισμένο στο μόλο. Στάθηκε αναποφάσιστος στο μόλο πριν μπει στη βάρκα. || (επέκτ.) ο γύρω χώρος. [μσν. μόλος < ελνστ. μῶλος < λατ. moles `ανάχωμα για προστασία λιμανιού΄ ή μέσω του ιταλ. molo -ς]
μόλος ο [mólos]: narrow-cut construction of stones, cement, etc.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μόλος&dq= Last Accessed: 04 Feb 2018
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.120.
(Also μόλι and μολώνω.)
μοναστήρι | manastır
church /ΕΛ/
μοναστήρι το [monastíri]: το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν τη μοναστική ζωή: Aντρικό / γυναικείο ~. Tα μοναστήρια του Aγίου Όρους. Mπαίνω / κλείνομαι σε ~, γίνομαι μοναχός. ΠAΡ Tο ~ να ΄ν΄ καλά (κι από καλογέρους!), αρκεί να είναι σε καλή κατάσταση το αγαθό που διαθέτει κάποιος, και ζήτηση πάντα θα υπάρχει. α. το κτίριο και ιδίως το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο στεγάζεται ένα μοναστήρι: Εκκλησία / κελιά / περίβολος του μοναστηριού. β. η εκκλησία του μοναστηριού: Παντρεύτηκαν σε ~.
[μσν. μοναστήρι < ελνστ. μοναστήριον (αρχική σημ.: `ερημητήριο΄) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μοναστήριος `που αναφέρεται σε μοναχικούς΄]
μοναστήρι το [monastíri]: all activities related to monastic life. Church / cells / enclosure of the monastery. b. the church of the monastery.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μοναστήρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μοντάζ | montaj
montage, work of installation /FR/
μοντάζ το [montáz]: εργασία, συνήθ. καλλιτεχνική, που συνίσταται στην κατάλληλη ή επιθυμητή τοποθέτηση σε ενιαίο σύνολο των κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. || (επέκτ.): Hχητικό ~.
[λόγ. < γαλλ. montage]
μοντάζ το [montáz]: work, custom. artistic, consisting in the appropriate or desirable placement in a single set of the slides of a text or photo before the print or of the plan (cinematographic or television) of a movie before it is projected. || (excl.): Hearing ~. [Log. <french. montage]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μοντάζ&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μουσαφίρης | misafir
guest, visitor /AR/
μουσαφίρης ο [musafíris] πληθ. και μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musafírisa]: αυτός που φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου άλλου· φιλοξενούμενος: Είναι πολύ φιλόξενος άνθρωπος· από το σπίτι του ποτέ δε λείπουν οι μουσαφιραίοι. Έχω στο σπίτι μουσαφίρη και δεν μπορώ να φύγω. || επισκέπτης: Mας ήρθαν μουσαφίρηδες την ώρα που ετοιμαζόμουν να βγω. [τουρκ. misâfir (από τα αραβ.), διαλεκτ. musafir -ης· μουσαφίρ(ης) -ισσα]
μουσαφίρης ο [musafíris] πληθ. και μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musafírisa]: the one who is hosted in someone else's home; guest. [turk. misafir (from Arabic), dialect. musafir-mousafir-lisa]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μουσαφίρης&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μουζλούκι | musluk x
faucet, tap /not certain/
μουζλούκι: υδρορροή.
μουζλούκι: gutter.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.122.
Source for etymology: http://www.nisanyansozluk.com/?k=musluk Last Accessed: 04 Feb 2018
ΜΠ
μπαγάς | bağ x
connection for wooden /PER/
μπαγάς: κομμάτι ξυλου μικρο σε μηκος που χρησιμευει για καλυτερη συνδεση δυο ξυλινων ορθοστατων που συνδεονται κατα το μικος τους και αποτελουν ενα στηριγμα.
μπαγάς: a small piece of wood in length that serves for a better connection of two wooden uprights that are attached in their microbes and constitute a support.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.124.
μπαγδατί | bağdadi
mezzanine or ceiling, also plasterboard /AR/
μπαγδατί το [baγδatí]: ταβάνι ή μεσότοιχος καμωμένα από λεπτά επιμήκη ξύλα καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα.
[τουρκ. Bağdatî (από τα αραβ., τοπων. Βαγδάτη)]
μπαγδατί το [baγδatí]: ceiling or mezzanine made of thin elongated wood covered with plaster.
[turk. Bağdatî (from the Arabic, Namibia, Baghdad)]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπαγδατί&dq= Last Accessed: 04 Feb 2018
μπακίρι | bakır
copper /AR/
μπακίρι το [bakíri]: (λαϊκότρ.) 1. ο χαλκός. 2. (συνήθ. πληθ.) σκεύη, ιδίως μαγειρικά, κατασκευασμένα από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι]
μπακίρι το [bakíri]: 1. copper. 2. (commonly used) utensils, especially cookware, made of copper. [turk. bakir-i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπακίρι&dq= Last Accessed: 04 Feb 2018
μπάζα | baza
base in construction sites /IT&FR/
μπάζα: α) τα υπολείμματα υλικών από τις εργασίες ανέγερσης κατά φάσεις μιας οικοδομής, που πρέπει να απομακρυνθούν, αν δεν χρησιμοποιηθούν για επιχωμάτωση (μπάζωμα) – δεν ενδείκνυται. β) στενή ξύλινη λωρίδα , τοποθετημένη στο κάτω μέρος των ντουλαπιών, για αισθητικούς λόγους – κρύβει τα «ποδαράκια» στήριξης των ντουλαπιών.
μπάζα: (a) material remains from the erection work of a building, which must be removed if it is not used for embankment - is inappropriate. b) a narrow wooden strip, placed at the bottom of the closets, for aesthetic reasons - hides the closets of the cupboards.
Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.17.
Etimology Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/baza Last Accessed: 28 Jan 2018
μπαλκόνι | balkon
balcony /IT/
μπαλκόνι το [balkóni]: 1. επίπεδη προεξοχή του ορόφου ενός κτιρίου, συνήθ. περιφραγμένη, που διαθέτει πόρτα για επικοινωνία με το εσωτερικό· εξώστης: Στενό / φαρδύ / μακρύ / μακρόστενο ~. Ένα ~ με ξύλινα / με σιδερένια κάγκελα. Xιλιάδες λαού παρακολουθούσαν την παρέλαση από τα πεζοδρόμια και τα μπαλκόνια. Tα μπαλκόνια ήταν σημαιοστολισμένα. Tο ~ της κρεβατοκάμαρας / της κουζίνας. ΦΡ βγάζω ~, φτιάχνω μπαλκόνι: Έκανε το παράθυρο μπαλκονόπορτα κι έβγαλε ~. || τα κάγκελα του μπαλκονιού: Aκουμπάω στο ~. || Tο (προεκλογικό) ~, από το οποίο εκφωνείται (προεκλογικός) λόγος και με επέκταση η πολιτική: Bγαίνει κάποιος στο ~, ασχολείται με την πολιτική και εκφωνεί πολιτικούς λόγους. 2. (μτφ.) α. για τοποθεσία με μεγάλη και ωραία θέα, συνήθ. στην πλαγιά βουνού ενός: H Mακρινίτσα, αυτό το ~ του Πηλίου. β. (λαϊκ., πληθ.) για το γυναικείο στήθος. μπαλκονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.
[ιταλ. balcon(e) -ι]
μπαλκόνι το [balkóni]: 1. flat protrusion of the floor of a building, custom. fenced, having a door to communicate with the inside; Balcony: Narrow / wide / long / elongated ~. A ~ with wooden / iron railings. Thousands of people watched the parade from the sidewalks and balconies. The balconies were highlighted. The ~ of the bedroom / kitchen. FF I take out, I make a balcony: He made the window a balcony door and took out ~. || the balustrades of the balcony: I hook to ~. || The (pre-electoral) ~, from which the pre-electoral speech is spoken and with the extension of politics: It goes to someone, deals with politics and speaks for political reasons. 2. (a.) A. for location with great and nice view, custom. on the mountainside of one: Mackrinitsa, this ~ of Pelion. b. (popular, plural) for the female chest. YOPKOP balcony in note 1.
[Italian. balcony (s) -i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπαλκόνι+&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
μπαλτάς | balta
ax /TR/
μπαλτάς ο [baltás] & μπαλντάς ο [baldás]: είδος μικρού τσεκουριού με κόψη μεγάλου μήκους. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ]
μπαλτάς ο [baltás] & μπαλντάς ο [baldás]: kind of small ax with long cut. [turk. balta]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπαλτας&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μπαμπάς | baba x
the vertical wooden element in wooden construction, mostly in wooden roof structure (father in the first meaning in TR) /TR/
μπαμπάς: ορθοστατης ζευκτου στεγης.
μπαμπάς: upright twisted pair
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.126.
μπαξές | bahçe
garden /PER/
μπαξές ο [baksés] & μπαχτσές ο [baxtsés]: (λαϊκότρ.) κήπος, περιβόλι. ΦΡ είναι κάποιος ~ ή (έχει) καρδιά μπαξέ, για καλόκαρδο ή ανοιχτόκαρδο άνθρωπο.
[-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]
μπαξές ο [baksés] & μπαχτσές ο [baxtsés]: (garden layout) garden, orchard. FP is someone - or (has) a warm heart, for a good-hearted or open-hearted man. [-hs-: turk. bah]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπαξές&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μπατανάς | badana
kalsomine /IT/
μπατανάς ο [batanás]: (λαϊκότρ.) το ασβέστωμα. [τουρκ. badana -ς με ανομ. ηχηρ. [b-d > b-t] ]
μπατανάς ο [batanás]: the asbestos. [turk. badana]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπατανάς&dq= Last Accessed: 04 Feb 2018
μπατικός | batik
tie-dyeing /FR/
μπατικός -ή -ό [batikós]: (αρχιτ., για τοιχοποιία) που γίνεται έτσι ώστε τα τούβλα ή οι πέτρες να καλύπτουν με το μήκος τους ολόκληρο το πλάτος της. ANT δρομικός: ~ τοίχος. Mπατικό χτίσιμο. Mπατική πλινθοδομή. [ελνστ. ἐμβατικός `τετράγωνος΄ (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
μπατικός -ή -ό [batikós]: (masonry) made in such a way that the bricks or stones cover their entire width with their length.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22μπατικός+-ή+-ό%22&dq= Last Accessed: 04 Feb 2018
μπετόν | beton
concrete /FR/
μπετόν το [betón] Ο (άκλ.) & (προφ.) μπετό το [betó]: μείγμα από τσιμέντο, άμμο, χαλίκια και νερό, που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό· σκυρόδεμα: Δάπεδο από ~. || μπετόν αρμέ: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα / ταράτσα από ~. Θεόρατα κτίρια από ~ και γυαλί. || (προφ., πληθ.) κατασκευές από μπετόν: Δουλεύει στα μπετά. Tο κτίριο βρίσκεται στα μπετά, έχει κατασκευαστεί μόνο ο σκελετός του από μπετόν [λόγ. < γαλλ. béton· λαϊκή μορφολ. και φωνολ. προσαρμ.]
μπετόν το [betón] Ο (άκλ.) & (προφ.) μπετό το [betó]: mixture of cement, sand, gravel and water used as building material; || Concrete brick: Wall / beam / pillar / roof from ~. Exquisite buildings of ~ and glass. || (Prof., pl.) Concrete constructions: Works in concrete. The building is in the concrete, only its concrete frame has been built.
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπετόν&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
μπετόν αρμε | betonarme
reinforced concrete /FR/
μπετόν αρμε: σκυρόδεμα οπλισμένο με χάλυβα.
μπετόν αρμε: reinforced concrete.
Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.17
μπινί | bünye x
the construction of structure /AR/
μπινι: πηχη που καλυπτει αρμο ορθογωνια η σε ημικυκλικι διατομι.
μπινι: structure which covers a rectangular or semi-circular cross-section.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.129.
μπογιά | boya
paint /TR/
μπογιά η [bojá]: 1α. η χρωστική ουσία, στερεά ή υγρή, με την οποία βάφεται κτ.· χρώμα, βαφή: Kόκκινη / πράσινη / κίτρινη ~. ~ για το βάψιμο τοίχων. ~ επίπλων / παπουτσιών· (πρβ. βερνίκι). Bούτηξε το πινέλο στο δοχείο με την ~. ~ για τα μαλλιά. ΦΡ (δεν) περνάει η ~ κάποιου, τα προσόντα του, οι ικανότητές του κτλ. (δεν) έχουν πέραση: Γέρασε και δεν περνάει πια η ~ του. β. το λεπτό στρώμα μπογιάς που καλύπτει μια βαμμένη επιφάνεια: Δε στέγνωσε ακόμα η ~. Ξύθηκε η ~ από το έπιπλο. Έφυγε η ~ από τα κάγκελα. 2. χρωματιστό μολύβι που το χρησιμοποιούν τα παιδιά για να ζωγραφίσουν: Kασετίνα με μπογιές. [τουρκ. boya]
μπογιά η [bojá]: 1a. the dye, solid or liquid, with which it is dyed; color, dye: Red / green / yellow ~. ~ for wall painting. ~ furniture / shoes (see varnish). Draw the brush into the pot with ~. ~ for hair. FF (not) passes one's, his qualifications, his abilities, etc. (not) have come to pass: He is old and does not pass anymore. b. the thin layer of paint covering a painted surface: It has not yet dried ~. It was made out of the furniture. She left ~ from the railings. 2. colored pencil used by children to paint: Paint case. [turk. boya]
Source: Last Accessed: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπογιά&dq= 11 Jan 2018
μπόι | boy
length /TR/
μπόι το [bói]: (οικ.) 1. το ανάστημα, το ύψος του ανθρώπου: Έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίσαμε το ~ του. Ρίχνω ~ ή παίρνω ~, ψηλώνω. Είναι κάποιος πρώτο ~, για κπ. που είναι πολύ ψηλός και ειρωνικά για πολύ κοντό. || Δεν ντρέπεσαι το ~ σου;, για κπ. που η σχετικά μεγάλη σωματική του διάπλαση ή η ηλικία του δεν ταιριάζουν με τη συμπεριφορά του: Δεν ντρέπεσαι το ~ σου και φοβάσαι αυτό το μικρό σκυλάκι; 2. (λαϊκότρ.) το μέσο αντρικό ανάστημα ως μέτρο βάθους ή ύψους: Tο ποτάμι έχει δύο μπόγια βάθος. [τουρκ. boy]
μπόι το [bói]: 1. The stature, the height of the man 2. (average) the average male height as a measure of depth or height: The river has two deep depths. [turk. boy]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπόι&dq= 04 Feb 2018
μποστάνι | bostan
planted field /PER/
μποστάνι το [bostáni]: χωράφι φυτεμένο με καρπούζια, με πεπόνια ή με λαχανικά. [τουρκ. bostan (από τα περσ.) -ι]
μποστάνι το [bostáni]: field planted with watermelons, melons or vegetables. [turk. bostan]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μποστάνι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
μπουγιου(ν)τρούκι | boyunduruk x
brace, crossbar /TR/
μπουγιου(ν)τρούκι: οριζοντιο ακλονητο τμηνα κασας σε ανοιγμα που εχει απο πανω του το υαλοστασιο.
μπουγιου(ν)τρούκι: horizontally one piece part of the opening at the top.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.132.
μπουρί | boru
pipe, tube /TR/
μπουρί το [burí]: σωλήνας από λαμαρίνα που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση του καπνού, ιδίως της σόμπας: Kαπνίζει η σόμπα, γιατί βούλωσαν τα μπουριά.
[τουρκ. bor(u) `σωλήνας, βούκινο΄ -ί ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρού]
μπουρί το [burí]: a tube made of sheet metal used to channel the smoke, especially the stove.[turk. bor (u)]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=μπουρί&dq= Last Accessed: 05 Feb 2018