λαγούμι |lağım
sewage /AR/
λαγούμι το [laγúmi]: 1. υπόγειος οχετός για την αποχέτευση ακάθαρτων νερών, υπόνομος. 2. υπόγεια στοά ορυχείων, γαλαρία ή στοά που ανοίγεται για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών υλών. || (επέκτ.) για κάθε υπόγεια στοά. [τουρκ. lâgιm -ι]
λαγούμι το [laγúmi]: 1. underground drainage for sewage of sewage, sewage. 2. underground mine gallery, gallery or gallery which is opened for the placement and ignition of explosives. || (extension) for each underground gallery. [turk. lâgιm-i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=λαγούμι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
Source for etymology: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/lağım
AR laġam/laġm لغم tünel from Old Greek laχōma λαχώμα
λάμα | lama
metal plate /IT/
λάμα η [láma]: 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα: H σύνδεση έγινε με ατσάλινες λάμες. Tο κρεβάτι ήταν ενισχυμένο με λάμες. 2. το μεταλλικό τμήμα αντικειμένων, εργαλείων, που είναι διαμορφωμένο ώστε να κόβει· λεπίδα: H ~ του μαχαιριού / του πριονιού / του ξυραφιού. ~ από ατσάλι. λαμίτσα η YΠΟKΟΡ. λαμάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. lama· λάμ(α) -ίτσα]
λάμα η [láma]: 1. thin metal plate. 2. the metal part of tools, which is shaped to cut; knife / saw / blade blade. ~ made of steel. lambda or YΠΟΚΟΡ. YORKOR. [Italian. lama · lambda]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=λάμα&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
λάμπα | lamba
light bulb /ΕΛ/
λάμπα η [lámba]: φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λυχνία: ~ πετρελαίου / ιωδίου / φθορίου / υδραργύρου. ~ βιδωτή / μπαγιονέτ*. ~ 25, 60, 100 κηρίων. Kάηκε η ~ και πρέπει να την αντικαταστήσουμε. ~ θυέλλης, που λειτουργεί με πετρέλαιο και φιτίλι και είναι προφυλαγμένη από γυαλί, ώστε να μη σβήνει με τον αέρα. || (επέκτ.) οποιοδήποτε φωτιστικό σώμα: Πήγα στην αγορά και αγόρασα μια υπέροχη ~. λαμπάκι το YΠΟKΟΡ: Tα λαμπάκια του φακού / του πίνακα / του καντράν. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια, εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό. λαμπίτσα η YΠΟKΟΡ. [αντδ. < γαλλ. lamp(e) -α < λατ. lampada < αρχ. λαμπάς `πυρσός, φως΄· λάμπ(α) -ίτσα]
λάμπα η [lámba]: lamp, light bulb, oil / iodine / fluorine / mercury lamp. ~ screw / bayonet *. ~ 25, 60, 100 candles. It was ~ and we have to replace it. ~ Oil and wicker stall and protected by glass so that it does not go out of the air. || (excl.) any lighting body <french. lamp (e) -att lampada <begin. lamp, torch, light; lamp (s)
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=λάμπα&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018
λατακι | lata
a piece of wood /IT/
ΕΛΑΤΑΚΙ ή ΛΑΤΑΚΙ: κομμάτι ξύλου, ορθογωνικής διατομής, διαστάσεων 7,5 Χ 7,50 εκ. συνήθως ή και 8 Χ 8 εκ. , που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα τοπικά για ενίσχυση του «πετσώματος». Κατά την διάρκεια της ζωής του, κόβεται αρκετές φορές.
ΕΛΑΤΑΚΙ ή ΛΑΤΑΚΙ: piece of wood, rectangular section, Dimensions 7.5 x 7.50 cm usually or 8 x 8 cm, which is used locally for molding.
Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.13
λιμάνι | liman
port, harbor /ΕΛ/
λιμάνι το [limáni]: 1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλιακής έκτασης, θαλάσσιας αλλά και ποταμού ή λίμνης, κατάλληλη για να αγκυροβολούν και να σταθμεύουν με ασφάλεια πλοία και άλλα σκάφη: Θαλάσσιο / ποτάμιο / εμπορικό ~. Tο ~ της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μεγάλη εμπορική κίνηση. Tο πλοίο μπήκε / άραξε / έδεσε / αγκυροβόλησε στο ~. Kολυμπούσαν στα βρόμικα νερά του λιμανιού. Πιάνω (σε) ~, αράζω, αγκυροβολώ. 2α. παραθαλάσσια πόλη που διαθέτει λιμάνι: Ο Πειραιάς είναι το μεγαλύτερο ελληνικό ~. β. το τμήμα της πόλης που περιλαμβάνει το λιμάνι, τις εγκαταστάσεις του και τη γύρω περιοχή: Φάγα με σ΄ ένα ταβερνάκι του λιμανιού. Tραβήξαμε προς τις αποθήκες του λιμανιού. (έκφρ.) του λιμανιού, λέγεται υποτιμητικά ή και υβριστικά για κπ.: Tύπος / μάγκας του λιμανιού, κακόφημος, του υποκόσμου, του σκοινιού και του παλουκιού. 3. (μτφ.) ασφαλές καταφύγιο: H οικογένειά του ήταν γι΄ αυτόν ένα ~ γαλήνης και ηρεμίας. λιμανάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < τουρκ. liman -ι < ελνστ. λιμένιον υποκορ. του αρχ. λιμήν]
λιμάνι το [limáni]: 1. natural or artificial coastal area, sea or river or lake, suitable for safely mooring and safely storing ships and vessels. 2a. seaside town with a harbor. b. the part of the city that includes the harbor, its facilities and the surrounding area. 3. safe haven. [an. <turk. port subcor. of the authority. port]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=λιμανι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018
λούκι | oluk
groove /TR/
λούκι το [lúki]: 1. ο οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των οποίων συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών· υδρορρόη: Bούλωσε / τρύπησε / στάζει το ~. ΦΡ μπαίνω στο ~, περιορίζομαι στα στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του σταθερά επαναλαμβανόμενου και γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω: Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μπήκε στο ~. μπαίνω σε κακό ~, οδηγούμαι σε μια πορεία με κακό τέλος: Mε τις δουλειές που μπλεχτήκαμε, μπήκαμε σε κακό ~. βάζω κπ. στο ~, τον περιορίζω σε έναν συμβιβασμένο τρόπο ζωής. 2. (ραπτ.) είδος πτυχής: Φαρδιά και μακριά φούστα με λούκια. [τουρκ. oluk -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ.: [to-olu > tolu > to-lu] ]
λούκι το [lúki]: 1. The horizontal hollow conduit and the vertical pipe through which the rainwater from the roofs of the houses is collected and drained; Water: Drain / drip / drip
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=λούκι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018