top of page

ταβάνι | tavan

 

the upper horizontal surface of a building /not certainly, TR/

 

ταβάνι το [taváni]: η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή1α: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*. [τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

 

ταβάνι το [taváni]: the upper horizontal surface covering a room and generally the spaces of a building; ceiling. [turk. tavan]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ταβάνι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τάβλα | tabla

 

wooden panel for moulding mostly /FR/

 

τάβλα: ξύλινη σανίδα διατομής συνήθως 10,5 ή 12,50 εκ Χ 2,50 εκ με μήκος πάνω από 1,80 μ, συνήθως 2,50 μ. Χρησιμοποιείται στο καλούπωμα στοιχείων από μπετόν.

 

τάβλα: wooden cross-sectional panel usually 10,5 or 12,50 cm x 2,50 cm with a length of more than 1,80 m, usually 2,50 m. It is used in the casting of concrete elements.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.22.

 

τακίμι | takım

 

team /TR/

 

τακίμι το [takími]: (λαϊκ.) ταίρι, συνήθ. στην έκφραση γίναμε τακίμια, ταιριάσαμε, γίναμε κολλητοί φίλοι. [τουρκ. takιm]

τακίμι το [takími]: team, mate, habit. in the expression we became stacks, we matched, we became friendly friends. [turk. takım]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τακίμι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

ταμπανί | taban x

 

the floor /TR/

 

ταμπανί: η κάτω οριζόντια επιφάνεια - το δάπεδο - ενός σκάμματος ή ξυλοτύπου. Γενικά, οριζόντια επιφάνεια.

 

ταμπανί: The lower horizontal surface - the floor - a scraper or formwork. Generally, horizontal surface.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.22.

 

ταράτσα | taraça

 

terrace /FR/

 

ταράτσα η [tarátsa]: επίπεδη στέγη οικοδομήματος, συνήθ. από μπετόν, με επίστρωση από πλάκες ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που περιβάλλεται από προστατευτικό τοίχο ή κιγκλίδωμα: Aνέβηκε στην ~ για να απλώσει τα ρούχα. Στην ~ του ξενοδοχείου λειτουργεί εστιατόριο, στο δώμα. Yλικά κατάλληλα για τη στεγανοποίηση των ταρατσών. || βεράντα. ΦΡ (οικ.) την έκανα ~, έφαγα πάρα πολύ·

[βεν. terazza με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · ταράτσ(α) -ούλα]

 

ταράτσα η [tarátsa]: flat roof of building, custom. of concrete, coated with slabs or other waterproof material, surrounded by a protective wall or railing.|| veranda.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ταράτσα&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

ταρσανάς | tersane

 

shipyard /IT/

 

ταρσανάς ο [tarsanás] & αρσανάς ο [arsanás]: (λαϊκότρ.) μικρό ναυπηγείο και με επέκταση μικρός ναύσταθμος. [τουρκ. tersan(e) (< αραβ. dār as-sinā῾a) -άς κατά το αρσανάς· μσν. αρσανάς < παλ. ιταλ. arsana -ς]

 

ταρσανάς ο [tarsanás] & αρσανάς ο [arsanás]: small yard and with extension a small navy.

[turk. tersan (e) (arab dār as-sināa) - according to the angel; <br> Italian. arsana-s]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ταρσανάς&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τέλι | tel

 

wire /PER/

 

τέλι το [téli]: α. λεπτό σύρμα: Φέσι στολισμένο με χρυσά τέλια. ΦΡ δουλεύουν τα τέλια, όταν ειδοποιούν τηλεφωνικά κπ., συνήθ. για να προφυλαχτεί από κτ. β. μεταλλική χορδή: Tα τέλια του μπουζουκιού.

[τουρκ. tel]

 

τέλι το [téli]: a. thin wire: Fez decorated with golden quays. FRs work when they notify by phone, usually. to be guarded by Mr. b. Metal Chord: The Bouzouki Boulevard.

[turkey. tel]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τέλι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τεμπεσίρι | tebeşir

 

chalk /PER/

 

τεμπεσίρι το [tembesíri]: (λαϊκότρ.) κιμωλία. [τουρκ. tebeşir (από τα περσ.) -ι]

 

τεμπεσίρι το [tembesíri]: (charcoal) chalk. [turk. tebeşir]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τεμπεσίρι&dq= Last Accessed: 05 Feb 2018

 

τενεκές | teneke

 

tin /PER/

 

τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés]: 1α. (οικ.) λευκοσίδηρος. || (μειωτ.) για μέταλλο φτηνό, κακής ποιότητας. β. δοχείο κατασκευασμέ νο από τενεκέ, με ορισμένη συνήθ. χωρητικότητα: ~ για πετρέλαιο / για λάδι. || το περιεχόμενο ενός τενεκέ: Aγόρασα έναν τενεκέ λάδι / τυρί. γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια· τενεκές των σκουπιδιών, σκουπιδοντενεκές. 2. (μτφ.) άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα·[τουρκ. teneke -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d]] 

 

τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés]: 1α. (household) tinplate. || (less) for cheap, poor quality metal. b. a container made of tin, with a certain standard. capacity: ~ for oil / oil. || the contents of a tin: I bought a can of oil / cheese. c. metallic or plastic jars for garbage; rubbish, rubbish. 2. (man.) A person who does not have the necessary knowledge to do his job well, he deserves nothing. [turk. teneke] 

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τενεκες&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τεπές | tepe

 

hill /TR/

 

τεπές ο [tepés]: α. το ημισφαιρικό τμήμα του καπέλου, που καλύπτει το κεφάλι. β. (παρωχ.) κορυφή. [τουρκ. tepe `λόφος, κορυφή του κεφαλιού΄ -ς]

 

τεπές ο [tepés]: a. the hemispherical portion of the hat that covers the head. b. top of hill

[turk. tepe `hill, top of head]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τεπές&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσαπράζια | çapraz

 

crossed /PER/

 

τσαπράζια τα [tsaprázja]: τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος.

[τουρκ. çapraz (από τα περσ.) `πόρπη ζώνης, διαγώνια τοποθέτηση στο στήθος΄ -ια, πληθ. του -ι]

 

τσαπράζια τα [tsaprázja]: the silver or gold jewelery of Greek, national men's costume, wearing them cross-chest. [turk. çapraz (out of the corsets) `belt buckle, diagonal breast-fitting, abdomen. of -i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσαπράζια&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσαρδί | çardak

 

hut /PER/

 

τσαρδί το [tsarδí]: (οικ.) καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. || (επέκτ.) πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι: Έστησε το ~ του κοντά στη θάλασσα. τσαρδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. çardak -ι που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.)] 

 

τσαρδί το [tsarδí]: (house) hut or shed covered with branches, straw or reeds. || (excl.) a roughly made cottage: Set it close to the sea. TRACKING YORK.

[turk. çardak] 

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσαρδί&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσιγκέλι | çengel

 

crook /PER/

 

τσιγκέλι το [tsingéli]: μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούν για να κρεμούν ή για να πιάνουν κτ.: Τα αρνιά κρέμονται στα τσιγκέλια του χασάπη. Μουστάκια σαν ~, στριμμένα προς τα πάνω. ΦΡ. του βγάζω τα λόγια / του τα βγάζεις με το ~, για κπ. που δυσκολεύεται ή που δε θέλει να μιλήσει ελεύθερα· ΣΥΝ ΦΡ του τα βγάζεις με την τσιμπίδα. τσιγκελάκι το ΥΠΟΚΟΡ μικρό τσιγκέλι. [τουρκ. çengel -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι]

τσιγκέλι το [tsingéli]: a metal stem with one sharp point and bent upwards, which use it to hang or to grab the kt: The lambs hang on the butcher's cheeks. [turk. çengel with a turn]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσιγκελι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσίγκος | çinko

 

zinc /IT/

 

τσίγκος ο [tsíŋgos]: ψευδάργυρος κατεργασμένος σε λεπτά φύλλα: Έφτιαξε με τσίγκους ένα πρόχειρο υπόστεγο. || μείγμα ψευδαργύρου που το χρησιμοποιούν οι ελαιοχρωματιστές. || πλάκα ψευδαργύρου ή και άλλου υλικού που χρησιμοποιείται στην τσιγκογραφία.[ιταλ. zinco, zingo -ς < γαλλ. zinc < γερμ. Zink]

 

τσίγκος ο [tsíŋgos]: zinc-treated thin sheet zinc: She made a rough shed with a plate. || a mixture of zinc used by the painters. || a zinc platen or other material used in the zigzag. zinco, zingo

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσιγκος&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσιφλίκι | çiftlik

 

a rural area /PER/

 

τσιφλίκι το [tsiflíki]: 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι· (πρβ. τιμάριο): Tα τσιφλίκια της Θεσσαλίας / της Mακεδονίας. β. χαρακτηρισμός μεγάλου αγροκτήματος. 2. (μτφ.) αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μια δημόσια υπηρεσία: Tο υπουργείο δεν είναι ~ του κάθε υπουργού για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε το δήμο ~ του. [τουρκ. çiflik, çiftlik (στη σημ. 1) -ι]

 

τσιφλίκι το [tsiflíki]: 1a. a large rural area or a whole village that belonged to an individual in the Ottoman domination and where the clubs were forced to work (see Timarion): The estates of Thessaly / Macedonia. b. large farm rating. 2. (masked) arbitrary way of administration or management in a public service: The ministry is not ~ of any minister to do what he wants. He did his municipality. [turk. çiflik, çiftlik]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσιφλίκι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τορβάς | torba

 

sack, bag /PER/

 

τορβάς ο [torvás] & ντορβάς ο [dorvás] & τουρβάς ο [turvás] & ντουρβάς ο [durvás]: πάνινη σακούλα που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν: α. την τροφή τους· ταγάρι. β. την τροφή των ζώων· ταΐστρα1. ΦΡ βάζω το κεφάλι μου στον τορβά, διακινδυνεύω σοβαρά. βάζω κπ. στον τορβά, τον εξαπατώ.

[τ-: μσν.(;) τορβάς < τουρκ. torba -ς· ντ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · -ου-: τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]] 

 

τορβάς ο [torvás] & ντορβάς ο [dorvás] & τουρβάς ο [turvás] & ντουρβάς ο [durvás]: a sack that the villagers use to put: a. their food; b. animal feed.

 

Source: Last Accessed: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ντορβας&dq= 11 Jan 2018

 

τούβλο | tuğla

 

brick /ΕΛ/

 

τούβλο το [túvlo]: 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων: ~ χρωματιστό / διακοσμητικό. Tο σπίτι / η πολυκατοικία είναι στα τούβλα, στο στάδιο της κατασκευής των τοίχων με τούβλα. Δρομικό ~. Mεσότοιχος χτισμένος με μισό ~, με τη στενή του επιφάνεια. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκο λα, που δεν παίρνει τα γράμματα· ντουβάρι, κούτσουρο2β: H τάξη μας φέ τος έχει πολλά τούβλα. (επιτατικά) Είναι ένα ~ και μισό.

[μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ. tubulus `μικρός σωλήνας΄]

 

τούβλο το [túvlo]: baked clay, custom. in a rectangular shape and perforated, used to make walls.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τούβλο&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τούλι | tül

 

thin transparent fabric /FR/

 

τούλι το [túli]: λεπτό διάφανο ύφασμα με δικτυωτή ύφανση: Nυφικό πέπλο / τουαλέτα / μπομπονιέρα / κουνουπιέρα από ~.

[γαλλ. tull(e) < Tulle (όν. πόλης όπου πρωτοκατασκευάστηκε) -ι κατά το πανί]

 

τούλι το [túli]: thin transparent fabric with reticulated weave.

[french. tull (e) <Tulle (formerly built city) -the cloth]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τούλι&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018

 

τσαντίρι | çadır

 

tent /PER/

 

τσαντίρι το [tsandíri]: αντίσκηνο, κυρίως όταν μένουν σ΄ αυτό τσιγγάνοι. || (επέκτ.) φτωχόσπιτο φτιαγμένο με πρόχειρα υλικά, π.χ. με λαμαρίνες, ξύλα κτλ. τσαντιράκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. çadιr -ι]

 

τσαντίρι το [tsandíri]: tents, especially when gypsies stay there. || (expanded) lean house made with rough materials, e.g. with sheets, wood, etc. [turk. çadιr -ι]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσαντίρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τσιμέντο | çimento

 

cement /IT/

 

τσιμέντο το [tsiméndo]: 1. οικοδομικό υλικό από ασβεστόλιθο και άργιλο σε μορφή λεπτής γκριζωπής σκόνης, που όταν το αναμείξουν με νερό στερεοποιείται και σχηματίζει μια συμπαγή, σκληρή και αδιάβροχη μάζα: Εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. Σάκος με ~. ~ ταχείας / βραδείας πήξεως. ΦΡ ~ να γίνει!, για τέλεια αδιαφορία, ας πάει να χαθεί. 2. σκυρόδεμα, μπετόν: Tοίχος / δοκάρι / κολόνα από ~. H οικοδομή βρίσκεται στα τσιμέντα, στην κατασκευή του σκελετού από μπετόν. || Mας έπνιξε το ~, οι πολυκατοικίες από μπετόν.[παλ. ιταλ. cimento `μείγμα αλάτων για έλεγχο των ευγενών μετάλλων΄, κατά τη σημ. του συγγ. ιταλ. cemento (πρβ. τουρκ. çimento ίδ. σημ.)]

 

τσιμέντο το [tsiméndo]: 1. limestone and clay building material in the form of fine greyish dust, which, when mixed with water, solidifies and forms a compact, hard and waterproof mass: cement production plant.2. Concrete, concrete.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τσιμέντο+&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

 

τζάμι | cam

 

glass /PER/

 

τζάμι το [dzámi]: 1. επιφάνεια από διαφανές συνήθ. γυαλί που την τοποθετούν: α. σε ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο παραθύρου, πόρτας κτλ.: Tζάμια θολά / καθαρά. Kαθαρίζω / πλένω / κάνω τα τζάμια. ΦΡ κάνει τα τζάμια να τρίζουν, για κπ. που έχει πολύ δυνατή φωνή ή για δυνατό θόρυβο. || (επέκτ.) ολόκληρο το εσωτερικό φύλλο του παραθύρου: Aνοίγω / κλείνω τα τζάμια. Έσπασε το ~. β. στο αμάξωμα ενός οχήματος: Aνεβάζω / κατεβάζω το εμπρός / το πίσω ~. γ. μπροστά από ένα αντικείμενο για προστασία: Έβαλε στο κάδρο ματ ~. 2. (προφ.) επιφάνεια από γυαλί κακής ποιότητας: Bγάλε αυτό το ~ από το τραπέζι και κάλυψέ το με ένα ωραίο κρύσταλλο. 3. (προφ., λαϊκ.) γυαλιάII. τζαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. cam]

 

τζάμι το [dzámi]: 1. Surface by transparent habit. glass which places it: a. in a wooden or metal frame of a window, door, etc. Glazing blurred / clean. I clean / wash / make the windows. || (extend) the entire inner sheet of the window: I open / close the windows. 2. (Prof.) Glass of poor quality. 3. glass, of glasses.

[turk. cam]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τζαμι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τζαμί | cami

 

mosque /AR/

 

τζαμί το [dzamí]: μουσουλμανικό τέμενος: Mετά την Άλωση πολλοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τούρκικα τζαμιά.[τουρκ. cami (από τα αραβ.)]

 

τζαμί το [dzamí]: Muslim mosque. [turk. cami (from arab.)]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=τζαμι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

τζινέτι | çene x

 

a kind of connector, (first meaning in TR is ‘chin’)  /PER/

 

τζινέτι: σιδερένιος σύνδεσμος.

 

τζινέτι: iron connector

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.211.

bottom of page