top of page

καβούκι | kabuk

 

cover, in Turkish also very common to define the outer bone of a building  /TR/

 

καβούκι το [kavúki]: το οστέινο κάλυμμα του σώματος ορισμένων ερπετών ή μαλακίων, μέσα στο οποίο καλύπτονται το κεφάλι και τα πόδια σε περίπτωση κινδύνου: Tο ~ της χελώνας, το καύκαλο. Tο ~ του κάβουρα / του σαλιγκαριού. ΦΡ μαζεύομαι / μπαίνω στο ~ μου, για κπ. που αποφεύγει τον κόσμο και τις συναναστροφές, ύστερα από μια απογοήτευση ή δυσαρέσκεια. βγαίνω απ΄ το ~ μου, για κπ. που ύστερα από μακροχρόνια απομόνωση αρχίζει να έχει πάλι επαφές με το κοινωνικό περιβάλλον του και να αναπτύσσει κάποια δραστηριότητα. [τουρκ. kabuk -ι (ίσως κιόλας μσν.: [b > v] )]

 

καβούκι το [kavúki]: the boned body of certain reptiles or molluscs, in which the head and feet are covered in case of danger: the turtle, the turtle. The Crab / Snail. FF I gather / I'm going to my ~ who avoids the world and the celebrations, after a disappointment or dissatisfaction. I come out of my ~ who, after long-term isolation, begins to have contacts with his social environment again and to develop some activity. [turkey. kabuk -i (maybe even: [b> v])]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καβουκι&dq= Last Accessed: 06 Jan 2018

 

καζάνι | kazan

 

cauldron  /TR/

 

καζάνι το [kazáni]: μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις: Mαζεύω / βράζω νερό στο ~. Bάζει την μπουγάδα στο ~. Στους στρατώνες μαγειρεύουν σε καζάνια, είδος μεγάλης κατσαρόλας. Tο ~ του καλοριφέρ / της ατμομηχανής, ατμολέβητας, λέβητας. Bάζω τα τσίπουρα στο ~, αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας. ΦΡ βράζει το ~, για εκρηκτική κατάσταση: Bράζει το ~ στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. έγινε το κεφάλι μου ~, ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή από δυνατό πονοκέφαλο. μου έκανε το κεφάλι ~, με ζάλισε, με κούρασε με τα λόγια του. όλοι σε ένα ~ βράζουμε, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια άσχημη κατάσταση. καζανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kazan -ι]

 

καζάνι το [kazáni]: big and ordinary. round metal can for various uses: Grind / boil water in ~. She puts the laundry in ~. In the barracks they cook in cauldrons, a kind of large pot. The radiator / steam engine, steam boiler, boiler. I pour the tsipouro in the ~, distillery boiler, distillery. FF boils the ~, for an explosive state: It boasts ~ in the Third World. turned my head ~, I was stunned by a great strain or by a strong headache. he made me head ~, he lingered me, tired me with his words. we all boil, we all are in the same bad state. YOGCO Cistern.

[turkey. kazan-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καζάνι&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018

 

Also in ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.67.

 

καϊγάνι | kaygan x

 

direct meaning is ‘slippery’ in Turkish, a stone used to polish marble in construction in both languages /TR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

καϊγάνι: πετρα, που χρισιμοποιειται σε λειανση μαρμαρου.

 

καϊγάνι: stone, used to polish marble

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.68.

 

καϊτι | kayıt x

 

glazing bar, division bar /AR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

 

καϊτι: οριζοντια η κατακορυφη, μικρης διατομης πηχνη που συγκρατει τζαμια και χωριζει υαλοστασια σε τμηματα.

 

καϊτι: horizontally or horizontally, a small cross-sectional glass that holds glasses and separates glazing into parts.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.68.

 

Hasol, Doğan. (2003/2016) Dictionary of Architecture and Building, Istanbul: YEM. p.373.

 

καλαμπαλίκι | kalabalık

 

mass of people  /TR/

 

καλαμπαλίκι το [kalabalíki] (συνήθ. πληθ.): 1. (λαϊκ.) φασαρία, οχλαγωγία. 2. (οικ., ειρ.) πλήθος από αντικείμενα που είναι σκόρπια εδώ και εκεί ή πολλές μικροαποσκευές. [τουρκ. kalabalιk -ι]

 

καλαμπαλίκι το [kalabalíki]: 1. (popular) bustle, bullshit. 2. (house, ru) a number of objects scattered here and there or many small items of baggage. [turkey. calabalik-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλαμπαλίκι&dq= Last Accessed: 06 Jan 2018

 

καλάι | kalay

 

solder, a metal /AR/

 

καλάι το [kalái]: α. καθαρός κασσίτερος που χρησιμοποιείται για το γάνωμα χάλκινων σκευών. β. μείγμα κασσίτερου και μολύβδου, που χρησιμεύει ως συγκολλητικό μετάλλων.[τουρκ. kalay < αραβ. qala]

 

καλάι το [kalái]: a. bakır kapların cam parlatmasında kullanılan saf kalay. b. Bir metal bağlayıcı görevi gören kalay ve kurşun karışımı. [Türkiye. kalay <arab. qala]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλαι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καλέμι | kalem

 

pencil or a tool of carpenter /AR/

 

καλέμι το [kalémi]: 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι. [αντδ. < τουρκ. kalem -ι < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) < αρχ. κάλαμος]

 

καλέμι το [kalémi]: 1. tool of a stonecutter or carpenter, a type of chisel with a flattened edge. 2. (over) pen or pencil. [an. turk kalem-arab. kalam (in the new note) <begin. cane]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλέμι&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018

 

Also in ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.69.

 

κάλφας | kalfa

 

master of a construction work /AR/

 

In Turkish, for the advanced worker who helps the architect in site

 

κάλφας ο [kálfas]: (παρωχ.) μάστορας: Ο ~ και τα τσιράκια του.

[μσν. κάλφας < τουρκ. kalfa -ς]

 

κάλφας ο [kálfas]: (old) master: O ~ and his minions.

[min. calf <turkey. kalfa-s]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλφασ&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καλκάνι | kalkan

 

most widely ‘shield’ in Turkish, floor supporting wall in two languages /TR/

 

καλκάνι το [kalkáni]: I. ψάρι με ρομβοειδές και πεπλατυσμένο σώμα σαν της γλώσσας και με τριγωνικά πτερύγια, που ζει στο βούρκο και στην άμμο και που ψαρεύεται για το νόστιμο κρέας του. II1. το τρίγωνο που σχηματίζει η στέγη. 2. η επάνω κυρτή άκρη της πρύμνης του πλοίου.[μσν. καλκάνι < τουρκ. kalkan -ι]

 

καλκάνι το [kalkáni]: I. fish with a diamond-shaped and flattened tongue-like body and triangular fins, living in the mist and sand and fishing for its delicious meat. II 1. the triangle formed by the roof. 2. the upper convex edge of the stern of the ship. [min. turkey turkey kalkan-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλκάνι&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018

 

καλκάνι: αετμα στεγης.

 

καλκάνι: floor support.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.69.

 

καλντιρίμι | kaldırım 

 

pavement, sidewalk /ΕΛ/

 

καλντερίμι το [kalderími] & καλντιρίμι το [kaldirími]: 1. επίστρωση ενός δρόμου με ακατέργαστες πέτρες: Xάλασε το ~. Θα χαλάσουν το ~ και θα στρώσουν το δρόμο με άσφαλτο. 2. δρόμος, συνήθ. στενός και ανηφορικός, στρωμένος με ακατέργαστες πέτρες· (πρβ. λιθόστρωτο): Aνηφόρισε το ~. [τουρκ. kaldιrιm -ι και τροπή του άτ. [ir > er] ]

 

καλντερίμι το [kalderími] & καλντιρίμι το [kaldirími]: 1. Coat of a road with rough stones: Draw ~. They will spoil the ~ and lay the road on asphalt. 2. street, custom. narrow and uphill, paved with rough stones; (cobblestone): Get up to ~.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλντιριμι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

Come to Turkish from Greek ‘καλλα δρόμος’ ‘good road’.

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kaldırım Last Accessed: 08 Jan 2018

 

Also in ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.69. as καλντερίμι.

 

καλούπι | kalıp

 

mold /AR/

 

καλούπι το [kalúpi]: 1. στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας· μήτρα: Όταν στεγνώσει το τσιμέντο, βγάζουμε τα καλούπια και οι κολόνες είναι έτοιμες, τους ξυλότυπους. || (επέκτ.) φόρμα που τη χρησιμοποιούμε για να δώσουμε το ίδιο σχήμα σε μια σειρά αντικειμένων: ~ για καπέλα. ΦΡ κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα: Mου ήρθε ~ το παλτό· ΣYN ΦΡ μου έρχεται γάντι / κουτί. το ίδιο ~, για να δηλώσουμε την απόλυτη ομοιότητα ανθρώπων ή πραγμάτων: Bγήκαν / είναι κομμένοι από το ίδιο ~. Είναι χυμένοι στο ίδιο ~. 2. (μτφ.) σταθερό νοητικό σχήμα που περιορίζει τη σκέψη, την έκφραση ή τη συμπεριφορά: Είναι τέτοιος χαρακτήρας που δεν μπαίνει σε καλούπια. Έσπασε τα καλούπια του συντηρητισμού. Εκθέσεις γραμμένες επάνω σε καλούπια.

[αντδ. < τουρκ. kalιp -ι ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < αραβ. qālib < ελνστ. καλάπους (δες στο καλαπόδι)]

 

καλούπι το [kalúpi]: 1. a solid body of wood, metal or clay, with a cavity of a certain shape, into which a fluidized material is poured, which when solidified retains the shape of the cavity; matrix: When cement is dried, the pillars are ready, the formworks. || (exp.) form that we use to give the same shape to a range of items: ~ for hats. ΦΡ κτλ. comes to me ~, it suits me perfectly: I came ~ the coat; my SIN FR comes a glove / box. the same ~ to declare the absolute resemblance of people or things: They have been / are being cut by the same ~. They are poured into the same ~. 2. (a.) A stable mental conception that restricts thought, expression or behavior: It is such a character that does not enter into molds. He broke the molds of conservatism. Exhibitions written on molds.

[an. <turk. caliph ([i> u] by hand effect [p]) <Arabic. qālib <span. (see the calipod)]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καλούπι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

κάμα | kama

 

wedge, connecter, kind of dagger /(not certainly) ERM/

 

κάμα η [káma]: (λαϊκότρ.) είδος δίκοπου μαχαιριού.

[τουρκ. kama]

 

κάμα η [káma]: is a kind of double-edged knife. [turk. kama]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κάμα&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kama Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καμάρα | kemer

 

arch /PER/

 

καμάρα: αψίδα.

 

καμάρα: αrch.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.70.

 

καμπύρα | kambur x

 

curved /TR/

 

This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.

καμπύρα: προεξοχη σε ορυγμα εκσκαφων || προεκταση απο μπετον δοκαπι η υποστυλωμα η και στα δυο για την ενισχυση σε στοιχεια οπλισμενου σκυροδεμτος που εχουν παθει βλαβη.

 

καμπύρα: protrusion to excavation mines || Extrusion of concrete block or column or both for reinforcement in reinforced concrete elements that have been damaged.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.71.

 

κανάλι | kanal

 

channel /ΕΛ/

 

κανάλι το [kanáli]: 1. τεχνητό αυλάκι που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση, αποστράγγιση κτλ.· διώρυγα. || φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα· δίαυλος11: Tα κανάλια της Bενετίας. 2. δίαυλος12. α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη: Tηλεοπτικό ~, ζώνη συχνότητας που καταλαμβάνει ένας πομπός τηλεοράσεως για την εκπομπή των σημάτων εικόνας και ήχου: Kρατικό / ιδιωτικό / δορυφορικό ~, σταθμός τηλεοράσεως. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3α. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών· δίαυλος13: Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης. Πρέπει να βρεθεί ένα ~ επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά. Kανάλια που οδηγούν στην κατάληψη της εξουσίας. β. οργανωμένος τρόπος ζωής με βάση κάποιο πρότυπο, συνήθ. περιοριστικό, δεσμευτικό: Όταν μπεις στο ~ της καθημερινότητας δύσκο λα ξεφεύγεις. [1: μσν. κανάλι(ν) < ελνστ. κανάλιον υποκορ. του κανάλης < λατ. canalis· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. canal & αγγλ. channel, πληθ. channels (< λατ. canalis)]

 

κανάλι το [kanáli]: 1. an artificial groove suitable for the transfer of water from one place to another, for irrigation, drainage, etc.; a canal. || natural or artificial passage at sea, river, etc., suitable for navigation; channel11: the canals of Venice. 2. channel12. a. device or circuitry through which broadcasting signals are transmitted from the transmitter to the receiver: TV, frequency band occupied by a television transmitter for the transmission of video and audio signals: state / private / satellite, television station. b. (inform.) instrument connecting the control unit to the peripherals. 3a. (mph) way of communicating, accessing or channeling information; channel 13: Rumors that pass through channels of misinformation. There must be a ~ communication between the young and the mature generation. Channels leading to the seizure of power. b. organized lifestyle based on a standard, custom. restrictive, binding: When you get into everyday life, it's hard to get away. [1: ms. channel (s) <suppl. channel subcor. of canal <ltal. canalis; 2, 3: log. note. french. channel & english channel, pl. channels (<canalis)

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καναλι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

The travel of the word is:

 

FR- Channel

Latin- Canalis

the oldest root: Greek- κάννα 

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kanal Last Accessed: 08 Jan 2018

 

κανάτι | kanat

 

the opening part of a door /TR/

 

κανάτι: τετραπλευρο μεταξυ ξυλινου πλαισιου σε φυλλο πορτας.

 

κανάτι: four-sided between a wooden frame on a door leaf.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.72.

 

κανάτι: (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες. [τουρκ. kanat -ι]

 

κανάτι: (techn., popcorn) solid wood shutter, without grille. [turk. kanat-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22κανάτι+2%22&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018

 

καναπές | kanape

 

sofa, couch /FR/

 

καναπές ο [kanapés]: βαθύ κάθισμα με ράχη και με μπράτσα, καλυμμένο συνήθ. με ταπετσαρία, για δύο ή για περισσότερα άτομα: Διθέσιος / τριθέσιος / τετραθέσιος ~. Tο σαλόνι έναν τριθέσιο καναπέ και δύο πολυθρόνες. Γωνιακός ~. ~ κρεβάτι, πτυσσόμενο κρεβάτι που χρησιμοποιείται και ως καναπές. καναπεδάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < γαλλ. canapὐ (στη νέα σημ.) -ς < μσνλατ. canapeum < λατ. conopeum ( [-nopé-] ) < conopeum ( [-nópe-] ) < ελνστ. κωνώπιον `ντιβάνι με κουνουπιέρα΄]

 

καναπές ο [kanapés]: deep back and back seat, covered usually. with upholstery, for two or more people: Two-seater / three-seater / four-seater ~. The living room has a three-seater sofa and two armchairs. Angular ~. ~ bed, folding bed that is also used as a sofa. the YOPKOP cane.

[an. <french. canap (in the new note). canapeum <conopeum ([-nope-]) <conopeum ([-nope-]) <supp. cupboard `mosquito net '

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καναπές&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καντάρι | kantar

 

bascule /AR/

 

καντάρι το [kandári]: ΣYN στατήρας. 1. είδος ζυγού. (έκφρ.) τον έφαγε στο ~, δε ζύγισε σωστά το εμπόρευμα για να τον εκμεταλλευτεί και ως έκφραση, τον εξαπάτησε σε κάποια συμφωνία ή συναλλαγή· τον γέλασε, τον έκλεψε στο ζύγι. 2. μέτρο βάρους που ήταν ίσο με σαράντα τέσσερις (44) οκάδες.

[μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār `βάρος εκατό μονάδων΄ -ι (με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) < μσν. κεντηνάριον `εκατό ουγγιές΄ < λατ. centenar(ium) -ιον]

 

καντάρι το [kandári]: ΣYN stator. 1. type of yoke. (sir) ate him in ~ and weighed the merchandise properly to exploit him as an expression, tricked him into a deal or transaction; he laughed him, stole him at the weigh. 2. a weight measure equal to forty-four overs.

[min. anat. <arab. qintār` weight of one hundred units -i (with subtract [i-a> a-a])

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καντάρι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καπάκι | kapak

 

cover /TR/

 

καπάκι το [kapáki]: 1. επίπεδο ή κυρτό είδος καλύμματος που τοποθετείται σε δοχείο ή σε άλλη κατασκευή: Tο ~ της κατσαρόλας. Bάζο με βιδωτό ~. Tο ~ της μπουκάλας, το βούλωμα. (έκφρ.) του το φέρνω ~, αναποδογυρίζω κτ. επάνω στο κεφάλι του: Πρόσεξε μη σου φέρω το πιά το ~. ΠAΡ Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το ~. ΦΡ τον έφερα ~, τον εξουδετέρωσα, τον έκανα να υποχωρήσει: Tον έφερα ~ με τα επιχειρήματά μου. κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει πολύ· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί. τα κάνω καπάκια με κπ., συνεργάζομαι μαζί του για να συγκαλύ ψω κάποια αξιόμεμπτη ενέργεια· ΣYN ΦΡ τα κάνω πλακάκια. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με το καπάκι. α. το κομμάτι του βοδινού ή του μοσχαρίσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά. β. σανίδα από το εξωτερικό μέρος του κορμού του δέντρου. γ. κυρτό κεραμίδι. [τουρκ. kapak -ι] 

 

καπάκι το [kapáki]: 1. a flat or convex cover that is placed in a container or other structure: the casserole. Screwdriver ~. The ~ of the bottle, the plug. (Express) of it carry it, invert it. on his head: Be careful not to bring you the ~. PAR Tederer willed * and found the ~. FR I brought him, I neutralized him, I made him retreat: I brought him ~ with my arguments. . I come ~, it suits me a lot. I do caps with it, I work with him to cover up some damn energy; I'm making tiles on them. 2. for k. which resembles the shape or use with the lid. a. the piece of beef or veal that covers the sides. b. board from the outside of the trunk of the tree. c. pantile. [turk. kapak-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καπάκι&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καπλαμάς | kaplama

 

covering /TR/

 

καπλαμάς ο [kaplamás]: λεπτό φύλλο ξύλου, με το οποίο επενδύεται μια επιφάνεια από ξύλο κατώτερης ποιότητας: ~ καρυδιάς / από μαόνι. || (ως επίθ.): H πόρτα είναι ~, δεν είναι μασίφ. [τουρκ. kaplama -ς]

 

καπλαμάς ο [kaplamás]: a thin sheet of wood, which is coated with a lower quality wood: ~ walnut / mahogany. || (as an issue): The door is ~, it's not solid. [turk. kapláma -s]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καπλαμάς&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

The roots of kap:

 

https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kap-

 

Geç Babil kaynaklarında ve Tevratta görülen ḳab (bir tahıl ölçeği) MÖ 6. yy dolayında Eski Farsçadan Ortadoğu kültürlerine geçmiştir. Arapça ḳabb > Orta Yunanca kábos (4 litreye eşdeğer tahıl ölçüsü) Aramiceden aktarılmıştır. Eski Türkçe kap2 (torba, çuval, zarf) sözcüğünün ayrı kelime olduğu kabul edilmelidir.

 

καραγάτσι |karaağaç

 

elm, ulmus glabra /TR/

 

καραγάτσι το [karaγátsi]: α. το δέντρο φτελιά. β. το ξύλο της φτελιάς που χρησιμοποιείται στην οικοδομική και στην επιπλοποιία. [τουρκ. karaağaç -ι με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. σύμφ.]

 

καραγάτσι το [karaγátsi]: a. the tree elm. b. the wood of elm used in building and furnishing. [turkey. karaağaç -i με αποβ. of one of the two o'clocks. according to]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καραγάτσι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

 

 

καρα-γιαπί |kaba yapı

 

the concrete skeleton of a building /TR/

 

καραγιαπί το [karajapí]: (οικ., συνήθ. μειωτ.) οικοδομή που δεν έχει προχωρήσει από το αρχικό στάδιο κατασκευής, συνήθ. ο τσιμεντένιος σκελετός μιας οικοδομής.

 

καραγιαπί το [karajapí]: (for house, habitation) construction that has not advanced since the initial construction stage, custom. the concrete skeleton of a building.

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καραγιαπί&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

καραγιαπί: χοντροεργασιες σε οικοδομινα.

 

καραγιαπί: construction work in construction sites

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.74.

καριόλα | karyola

 

bed, bedstead /IT/

 

καριόλα η [karjóla]: (παρωχ.) είδος κρεβατιού από ξύλο.

[ιταλ. cariola `κρεβατάκι για μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι΄]

 

καριόλα η [karjóla]: (a) bedding made of wood.

[Italian. cariola `baby bed under the bridal bed]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καριόλα&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018

 

καρσί | karşı

 

opposite site /TR/

 

καρσί [karsí]: (λαϊκ.) απέναντι: Nα τον έχω ~ να του δείξω εγώ.

[τουρκ. karşι]

 

καρσί [karsí]: (versus) opposite: I have to show him.

[tur. karşı]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=καρσί&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κάσα | kasa

 

box for packing and carrying /IT/

 

κάσα η [kása]: 1α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων: Aγόρασε μια ~ (με) μπίρες. β. ειδικό συρτάρι με χωρίσματα για τα τυπογραφικά στοιχεία και με επέκταση, το σύστημα της στοιχειοθεσίας με το χέρι: ~ με κεφαλαία. 2. το ξύλινο πλαίσιο, όπου στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή τα παραθυρόφυλλα και γενικότερα, το ακίνητο τμήμα μιας κατασκευής. 3. (οικ.) φέρετρο. 4. στη χαρτοπαιξία. α. ταμείο: Ποιος θα κάνει ~; β. χρηματικό ποσό με το οποίο κάθε παίχτης συμμετέχει στο παιχνίδι: Tι ~ θα βάλεις; [ιταλ. cassa]

 

κάσα η [kása]: 1a. box made of boards, suitable for transporting food or other items: Buy a ~ (with) beers. b. a special drawer with partitions for printing and expansion, the manual typing system: ~ in capitals. 2. the wooden frame, where the shutters or shutters and, in general, the stationary part of a structure are supported. 3. (house) coffin. 4. in gambling. a. fund: Who will make ~? b. The amount of money each player participates in the game: What will you put? [Italian. cassa]

 

Source:  http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κασα&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κασμάς | kazma

 

a tool for picking up /TR/

 

κασμάς ο [kazmás]: σκαπτικό εργαλείο, είδος στενής αξίνας: Οι εργάτες δούλευαν με κασμάδες και με φτυάρια.

[τουρκ. kazma -ς]

 

κασμάς ο [kazmás]: a scraping tool, a kind of narrow-point: The workers worked with casams and shovels.

[turk. kazma -s]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κασμας&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κατοικία | kat

 

dwelling, residence /TR/

 

kat (in TR, noun): floor, storey

(Hasol, 2003/2016, p.372)Kat Kelime Kökeni

πολυκατοικία (El, feminine, noun): apartment building

çokkatlı (TR, noun): multi-storey apartment building

 

(https://en.bab.la/dictionary/greek-english/κατοικία)

(Hasol, 2003/2016, p.305)

 

κατοικία η [katikía]: στεγασμένος χώρος που τον χρησιμοποιεί κάποιος ως διαμονή: Οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ως κατοικίες τα σπήλαια. Σπίτι με τρεις κατοικίες, διαμερίσματα. Mόνιμη / παραθεριστική ~. Δάνειο για αγορά πρώτης κατοικίας. Δεύτερη ~, το εξοχικό σπίτι. Διεύθυνση κατοικίας. Aλλαγή κατοικίας. Περιοχή κατοικίας, σε αντιδιαστολή προς το εμπορικό κέντρο ή το βιομηχανικό τομέα μιας πόλης. || Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ~ των δώδεκα θεών. || (μτφ.): Tο σώμα είναι η προσωρινή ~ της ψυχής. [λόγ. < ελνστ. κατοικία, αρχ. σημ.: `τρόπος διαμονής΄]

 

κατοικία η [katikía]: covered area that the one uses to stay: Early humans used caves as dwellings. House with three houses, apartments. Standing / holiday ~. Loan for first home purchase. Second ~, the cottage. Address. Change home. A residential area, as opposed to the commercial center or industrial sector of a city. || The ancient Greeks believed that Olympus was ~ of the twelve gods. || (Mt.): The body is the temporary ~ of the soul. [Log. <sup>. home, office. point: 'way of stay'

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κατοικία+&dq= Last Accessed: 06 Jan 2018

 

καφάσι | kafes

 

wooden grid /AR/

 

καφάσι το [kafási]: 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα για την τοποθέτηση και τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· τελάρο1: Ένα ~ πορτοκάλια / μήλα. 2. ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που το τοποθετούσαν στα παράθυρα των μουσουλμανικών σπιτιών ή στους γυναικωνίτες των χριστιανικών εκκλησιών για να προφυλάξουν τις γυναίκες από τα βλέμματα των ανδρών.

[μσν. καφάσι < τουρκ. kafes (από τα αραβ.) διαλεκτ. kafas -ι]

 

καφάσι το [kafási]: 1. small box, custom. wooden, with gaps for placement and transportation of fruits and vegetables; box1: One ~ oranges / apples. 2. a wooden grid that placed it on the windows of the Muslim houses or women's women of the Christian churches to protect women from the looks of men.

 

Source:  http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22καφάσι+1%22&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

καφάσι: ξυλινο δικτυωτο χωρισμα.

 

καφάσι: wooden grid separation.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.80.

 

κελεμπέκι | kelebek x

 

a type of wood (in TR first meaning in the dictionary is ‘butterfly’) /TR/

 

κελεμπέκι: ειδος ξυλου συμπαγες σε χρωμα ωχροκιτρινο για την κατασκευη.

 

κελεμπέκι: type of wood compact in colour palette for construction.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.80.

 

κεντρί | kertik

 

sting, notch in wood /ΕΛ/

 

κεντρί: επάνω άκμή του ζευκτου.

 

κεντρί: over the junction.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.80.

 

κεπέγκι | kepenk x

 

building openings’ element, shutter /TR/

 

κεπέγκι: κινητο ξυλινο πληρες πλαισιο σε ανοιγμα.

 

κεπέγκι: mobile wooden full frame at the opening.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.80.

 

Source for etymology: http://www.nisanyansozluk.com/?k=kepenk&view=annotated Last Accessed: 03 Feb 2018

 

κεραμίδι | kiremit

 

tile, building material especially to cover the top of the roof /ΕΛ/

 

κεραμίδι το [keramíδi]: 1. καθεμία από τις επίπεδες ή ημικυλινδρικές πλάκες από ψημένο πηλό που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του ξύλινου σκελετού της στέγης των σπιτιών: Bυζαντινά / γαλλικά κεραμίδια. Kολυμπητά* κεραμίδια. Στάζουνε τα κεραμίδια. 2. (πληθ.) στέγη από κεραμίδια: Όλη τη νύχτα οι γάτες έτρεχαν στα κεραμίδια. Aνέβηκε στα κεραμίδια. ΦΡ (Θεέ μου) πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;, για απίθανες ή περίεργες καταστάσεις, όταν ακούμε κάτι παράλογο, εξωφρενικό. τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;, για κτ. αυτονόητο ή οφθαλμοφανές. ΠAΡ Mαντζουράνα* στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια. || (εν., οικ.) το σπίτι: Aγόρασε ένα ~ να βάλει κι αυτός το κεφάλι του. 3. (μτφ., παρωχ.) το γείσο του πηλικίου. [μσν. κεραμίδι < ελνστ. κεραμίδιον υποκορ. του αρχ. κεραμίς]

 

κεραμίδι το [keramíδi]: 1. each of the flat or semicircular slabs of roasted clay used to cover the wooden roof skeleton of the houses: Byzantine / French tiles. Colibid * tiles. They are tilting the tiles. 2. (plural) roof of tiles: All night the cats were running on the tiles. He came to the tiles. FR (God) how do you keep the tiles uncovered ?, for unlikely or odd situations, when we hear something absurd, outrageous. what's new york doing on the tiles? self-evident or opaque. PAR Marguerite * at the bottom, donkey in the tiles. || (house, house): Buy a ~ to put his head on. 3. (m, p.) The crown of the coin. [min. tile <height. ceramic subcor. of the authority. ceramics]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κεραμίδι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κερεστές | kereste

 

wood for construction /PER/

 

κερεστές ο [kerestés]: (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία. [τουρκ. kereste -ς]

 

κερεστές ο [kerestés]:  buildable wood. [turk. kereste-s]

 

Source:  http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κερεστές&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018

 

κετσές | keçe

 

felt, a kind of fabric /TR/

 

κετσές ο [ketsés]: είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες: Σαν ~ έγιναν τα μαλλιά σου από την αλουσιά. [τουρκ. keçe -ς]

 

κετσές ο [ketsés]: Thick fabric of compressed wool or hair: Like your hair made of alfalfa. [turkey. keçe -σ]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κετσες&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κιούγκι | künk

 

pipe /IT/

 

κιούγκι το [kúni]: (λαϊκότρ.) πήλινος σωλήνας για ύδρευση. [τουρκ. künk -ι με ηχηροπ. του [k] ύστερα από ριν. σύμφ.]

 

κιούγκι το [kúni]: earthenware pipe for water supply. [turk. künk with sound. of [k]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κιούγκι&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

Source for etymology: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/künk Last Accessed: 03 Feb 2018

 

κιλίμι | kilim

 

handmade carpet /PER/

 

κιλίμι το [kilími]: είδος χαλιού χωρίς πέλος υφασμένο στο χέρι και διακοσμημένο με γεωμετρικά συνήθ. σχήματα. || κιλίμι υφασμένο σε μηχανοκίνητο αργαλειό. κιλιμάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kilim (από τα περσ.) -ι]

 

κιλίμι το [kilími]: a non-pile carpet woven in the hand and decorated with a geometric habit. shapes. || kilim woven on a motorized loom. the YOPKOR kilo. [turk. kilim]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κιλίμι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Roots: Persian ‘gilīm’ comes from Greek ‘κάλυμμα’ meaning to cover. 

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kilim Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κάλυμμα+&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κρεβάτι| kerevet

 

some kind of furniture for sleeping or resting /ΕΛ/

 

κρεβάτι το [kreváti]: 1. έπιπλο, επάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος: Mονό / διπλό ~. Πτυσσόμενο ~. ~ εκστρατείας, είδος πτυσσόμενου κρεβατιού. ~ με ουρανό. Kαναπές ~. Ξύλινο / σιδερένιο ~. Στα πόδια του κρεβατιού, στο κάτω μέρος. Στρώνω / ξεστρώνω το ~. Ξαπλώνω στο ~. Πηγαίνω στο ~. Είμαι στο ~, και ως έκφραση είμαι άρρωστος. Πέφτω στο ~, και ως έκφραση αρρωσταίνω. Ρίχνω κπ. στο ~, και ως έκφραση, για αρρώστια που αναγκάζει κπ. να παραμείνει κλινήρης. Σηκώνομαι από το ~, και ως έκφραση, θεραπεύομαι. (έκφρ.) το ~ του πόνου*. || (οικ.) για σεξουαλικές σχέσεις: Πηγαίνω με κπ. στο ~. Είναι καλή στο ~. ΦΡ (κάνει) σαν τη χήρα* στο ~. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη* να σ΄ ανέβει στο ~. 2. μονάδα σε ξενοδοχείο ως δυνατότητα στέγασης: Πόσα κρεβάτια διαθέτει το ξενοδοχείο; || μονάδα σε νοσοκομείο ως δυνατότητα περίθαλψης: Δεν υπάρχουν κρεβάτια άδεια. κρεβατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. κρεβάτι(ον) < ελνστ. κραβ(β)άτιον υποκορ. του κράβ(β)ατος δάνειο από άλλη γλ., που ίσως είχε και τ. κρεβ-]

 

κρεβάτι το [kreváti]: 1. furniture on which someone sleeps or rests: Mon / double ~. Folding ~. ~ campaign, type of folding bed. ~ with heaven. Canapes ~. Wooden / iron ~. At the foot of the bed, at the bottom. I twist / undo ~. I lie down in ~. I go to ~. I'm in ~, and as an expression I'm sick. I fall to ~, and as an expression I'm sick. I'm talking. in ~, and as an expression, for a disease that causes ap. to remain bedridden. I rise from ~, and as an expression, I am cured. (ie) of pain *. || (house) for sexual relations: I go with in ~. He is good at ~. FF (does) like the widow * in ~. PAR Give courage to the peasant * to get you up to ~. 2. unit in a hotel as accommodation capacity: How many beds does the hotel have? || unit in hospital as a care facility: No beds are allowed. YORKOR bed in note 1.

[min. bed <br> (b) subacute. of the bank (b) a loan from another bank, which may have also had a loan.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κρεβατι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κλειδί | kilit

 

key /PER/

 

κλειδί το [kliδí]: I1α. μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθ. άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κτλ.: Έχασα τα κλειδιά του σπιτιού / του αυτοκινήτου / του γραφείου. Άκουσα να γυρίζει το ~ στην κλειδαριά. Θήκη για κλειδιά, κλειδοθήκη. Mια αρμαθιά / ένα μάτσο κλειδιά. Διαμερίσματα με το ~ στο χέρι, ετοιμοπαράδοτα. Tου παρέδωσαν το χρυσό ~ της πόλης, συμβολικά, ως τιμητική διάκριση σε κπ. ΦΡ φηλί* ~. β. εργαλείο με το οποίο βιδώνεται ή ξεβιδώνεται, σφίγγει ή χαλαρώνει μια βίδα, μπλοκάρει ή ξεμπλοκάρει ένας μηχανισμός: Tα κλειδιά του υδραυλικού. ~ του καλοριφέρ, για την εξαέρωση. Γαλλικό* ~. Γερμανικό* ~. ~ της κονσέρβας. || σύστημα μοχλών με το οποίο συνδέονται και αποσυνδέονται τμήματα των σιδηροτροχιών. 2. (μτφ.) το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο πετυχαίνουμε τη λύση ενός προβλήματος, την έξοδο από μια δύσκολη κατάσταση ή την προσέγγιση και κατανόηση ενός πράγματος: Tο ~ του προβλήματος. Tο ~ του μυστηρίου. Tο ~ των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια του. (έκφρ.) τα κλειδιά του Παραδείσου, ο τρόπος, το μέσο για να ευτυχήσει κάποιος. θέση ~, θέση σημαντική, καθοριστική για την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθ. στη στρατιωτική ορολογία αλλά και με επέκταση: Tο Kεμπέκ ήταν η θέση ~ για την κατάληψη του Kαναδά. Kατέχει μια θέση ~ στην επιχείρηση / στην κυβέρνηση. άνθρωπος ~, που κατέχει μια θέση κλειδί ή μέσο του οποίου μπορούμε να φτάσουμε στη λύση ενός μυστηρίου. || Λέξεις κλειδιά, οι βασικές έννοιες που οδηγούν στην κατανόηση ενός κειμένου, ενός συλλογισμού κτλ. II. (μουσ.) 1. σημείο που μπαίνει στην αρχή του πενταγράμμου και το οποίο, ανάλογα με τη μορφή και τη θέση του στο πεντάγραμμο, ορίζει το ύψος της κάθε νότας: ~ του σολ. 2. στα έγχορδα όργανα το ξύλινο, κοκάλινο ή και μεταλλικό εξάρτημα, στο οποίο είναι τυλιγμένες οι χορδές και το οποίο χρησιμεύει για το κούρντισμα. III. (αρχιτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος ενός τόξου, ενός θόλου, μιας αψίδας κτλ. κλειδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. κλειδάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1.[μσν. κλειδί(ν) < αρχ. κλειδίον (στη σημ. I) υποκορ. της λ. κλείς, ἡ (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. clef)· 

 

κλειδί το [kliδí]: I1a. small metal object whose toothed habit. end is inserted into the hole of the lock and as it rotates to the right or left locks or unlocks a door, a drawer etc.

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κλειδί&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Roots: Persian ‘kilīd’ or ‘kelīd’ comes from Greek ‘κλείω’ meaning to close.

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kilit Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κολάκι | kulak x

 

a part of wooden box, (first meaning in TR is ‘ear’) /TR/

 

κολάκι: κατω μερος στους ορθοστατες της κασας μια πορτας.

 

κολάκι: the bottom part of the casings of a casket.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.84.

 

κολόνα | kolon

 

column /IT/

 

κολόνα: κατακόρυφο δομικό στοιχείο με στατικές συνήθως ιδιότητες.

 

κολόνα: vertical structural element with static usually properties.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.14.

 

κόλπος | körfez

 

gulf /ΕΛ/

 

κόλπος 1 ο [kólpos]: I. φυσική πλατιά εσοχή της ξηράς, μέσα στην οποία εισχωρεί η θάλασσα: Θερμαϊκός / Σαρωνικός ~. Ο ~ της Σούδας. II. (ανατ.) ονομασία διάφορων κοιλοτήτων σε όργανα του σώματος: ~ της καρδιάς / της αορτής. || κοιλότητα μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου. IIIα. (λόγ.) η αγκαλιά. β. (μτφ., πληθ.) συγκεκριμένο περιβάλλον ως κλειστό οργανωμένο σύνολο: Προκλήθηκε αναταραχή στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επανήλθε στους κόλπους της εκκλησίας. κολπίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ.: I, III: αρχ. κόλπος· ΙΙ: ελνστ. σημ.· λόγ. κόλπ(ος) -ίσκος]

κόλπος 1 ο [kólpos]: I. natural widespread land recess, in which the sea enters: Thermaikos / Saronic ~. The ~ of Souda. II. (anat.) naming of several cavities in organs of the body: ~ of the heart / aorta. || cavity between the uterus and the vulva. IIIa. (ver.) the embrace. b. (meta., pl.) specific environment as a closed organized set: There was an uproar within the main opposition. He returned to the church.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κόλπος&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κονάκι | konak

 

the house, especially of a local rich family /TR/

 

κονάκι το [konáki]: 1. το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. 2. (ιστ.) η κατοικία τοπικού άρχοντα, τσιφλικά. [μσν. κονάκι < τουρκ. konak `αρχοντικό΄ -ι]

 

κονάκι το [konáki]: 1. the house, in terms of accommodation, shelter, personal space. 2. (p) the dwelling of a local lord, stolidy. [min. konak <turk. konak `mansion-i]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κονάκι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κονσόλα | konsol

 

console /FR/

 

κονσόλα η [konsóla]: 1. είδος τραπεζιού που ακουμπά στον τοίχο και στηρίζεται σε δύο πόδια: Πάνω από την ~ έβαλα έναν καθρέφτη. 2. ειδικό έδρανο εξοπλισμένο με διάφορα όργανα για το χειρισμό ή τον έλεγχο ηλεκτρονικών συσκευών, μηχανολογικών εγκαταστάσεων κτλ.: H ~ του ήχου. 3. το ταμπλό του αυτοκινήτου.[λόγ.: 1: γαλλ. consol(e) -α· 2: αγγλ. consol(e) -α· 3: αγγλ. consol(e) (για ταμπλό αεροπλάνων) -α ή σημδ. panel]

 

κονσόλα η [konsóla]: 1. kind of table that rests on the wall and rests on two legs: above ~ I put a mirror. 2. special bearing equipped with various instruments for the operation or control of electronic devices, mechanical installations, etc.: sound. 3. the dashboard of the car.

[1: french. consol (e) -a · 2: English consol (e) -a · 3: English consol (e) (for airplane board) -a or sign. panel]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κονσόλα&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

κοντεμίρι | koldemiri x

 

crossbar /TR/

 

κοντεμίρι: λοξος ελκυστηρας σιδερενιων ραβδων.

 

κοντεμίρι: skid steer of iron bars.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.86.

 

κορνίζα | korniş

 

a finishing detail of the roof by plaster, corniche /FR/

 

α) καλούπι από φελιζόλ, τοποθετούμενο μέσα στο καλούπι του μπετόν, συνήθως για να σχηματοποιήσει – να δώσει ένα ωραίο τελείωμα, συνήθως στην κάτω ορατή πλευρά ενός προβόλου β) η τελική μορφή του τελειώματος της κάτω πλευράς του προβόλου γ) περίγραμμα γύρω από κουφώματα, που προεξέχει ελαφρά από το επίχρισμα -κατασκευάζεται από τον σοβατζή.

 

(a) molding from styrofoam, placed inside in the concrete mold, usually to form - give one nice finishing, usually on lower visible side of one (b) the final shape of the underside finish of the canopy c) contour around frames, which slightly protruding from the coating - made by him plaster.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.14.

 

The root of the word is from korōnís κορωνίς, from Greek.

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/korniş Last Accessed: 31.01.2018

 

κουβάς | kova

 

bucket /TR/

 

κουβάς ο [kuvás]: α. μεταλλικό ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο συνήθ. πλατύτερο στα χείλη απ΄ ό,τι στη βάση, με χερούλι, για την άντληση ή τη μεταφορά νερού. β. περιστρεφόμενο δοχείο της μπετονιέρας, όπου ανακατεύονται τα υλικά για την παρασκευή κονιαμάτων.

[μσν. κουβάς < τουρκ. kova -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]

 

κουβάς ο [kuvás]: a. metallic or plastic cylindrical can. wider than the base, with a handle, for pumping or transporting water. b. rotating tank of the concrete mixer, where the materials for the preparation of mortars are mixed. the [min. bucket <turkish kova -s [o> u] from the effect of the [k] and the lip [v])]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κουβάς&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κουμπές | kubbe

 

dome /AR/

 

κουμπές ο [kumbés]: (λαϊκότρ.) ο τρούλος. [μσν. κουμπές < τουρκ. kubbe (από τα αραβ.) -ς]

 

κουμπές ο [kumbés]: (popcorn) the dome.[min. kubbe (from Arabic) -s]

 

Source:  http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κουμπες&dq= Last Accessed: 03 Feb 2018

 

κουπαστή | küpeşte

 

handrail /ΕΛ/

 

κουπαστή η [kupastí]: το επάνω μέρος κάθε προστατευτικού κιγκλιδώματος (σε εξώστη, σκάλα κτλ.).

 

κουπαστή η [kupastí]: the top of each guard rail (in a balcony, staircase, etc.)

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κουπαστή&dq=  Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/küpeşte Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κουραγκλές | kuranglez

 

areaway, the gap between the building and ground floor, in FR ‘cour anglaise’ /FR/

 

κουραγκλές: μικρι αυλη.

 

κουραγκλές: small yard. 

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.93.

 

κουρασάνι | horasan

 

a type of mortar made by adding grained ceramics to plaster /PER/

 

κουρασάνι το [kurasáni]: είδος συνδετικού κονιάματος που γίνεται με προσθήκη τριμμένου κεραμιδιού σε ασβεστοκονίαμα. [τουρκ. horasan -ι < τοπων. Khorasan (όν. περσ. πόλης)]

 

κουρασάνι το [kurasáni]: a type of mortar made by adding grained ceramics to plaster.

[turkey. horasan-locus. Khorasan (permanent city)]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κουρασάνι&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.93.

 

κουραστάρι | kirişipi x

 

a tool to cut the wood in Greek, kiriş means beam in TR /TR/

 

κουραστάρι: χειροκινητο πριονι για κοφιμο ξυλων με λαμμα στερεωμενη στο επανω και το κατω σκελος ξυλινου διπλου Τ και με τη βοηθεια σχοινιου.

 

κουραστάρι: hand saw for sawmill wood with a lamella fastened to the top and the bottom of a wooden double T and with the help of a rope.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.94.

 

κουσκούδα | küskü x

 

a marble tool /TR/

 

κουσκούδα: σφυρι μαρμαρα.

 

κουσκούδα: marble hammer.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.95.

 

κουτί | kutu

 

box, in common use portable, small box /ΕΛ/

 

κουτί το [kutí]: 1α. φορητό αντικείμενο, περιορισμένων συνήθ. διαστάσεων, από σκληρό χαρτόνι, μέταλλο, ξύλο, πλαστικό κτλ., σε ορθογωνικό συνήθ. αλλά και στρογγυλό ή οβάλ σχήμα, τις περισσότερες φορές με καπάκι από το ίδιο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως θήκη για την τοποθέτηση, προστασία ή μεταφορά διάφορων πραγμάτων είτε ως εμπορική συσκευασία: Έβαλα τις φωτογραφίες σε ένα ~. Πού είναι το ~ των παπουτσιών; Ο καφές διατηρείται φρέσκος μέσα σε μεταλλικό ~. Mαζεύει κουτιά από σπίρτα, σπιρτόκουτα. || Έριξα το γράμμα στο ~ του ταχυδρομείου, στο γραμματοκιβώτιο. || Mαύρο ~, περίπλοκο ηλεκτρονικό όργανο στα αεροπλάνα, στο οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχεία της πτήσης. || Ένα ~ σπίρτα. Έφαγε ένα ολόκληρο ~ σοκολατάκια. Kρατούσε ένα ~ γλυκά. (έκφρ.) του κουτιού: α. για κτ. πολύ καινούριο, σχεδόν αμεταχείριστο. β. για κπ. που είναι ντυμένος άψογα. ΦΡ μου ΄ρχεται ~, ακριβώς στα μέτρα μου. (ανοίγω) το ~ της Πανδώρας, (ξεκινώ) μια διαδικασία που αποδεικνύεται πηγή αλλεπάλληλων κακών. β. το μεταλλικό, συνήθ. κυλινδρικό κουτί των κονσερβαρισμένων τροφίμων: Mπίρα σε ~. Kουτιά από γάλα. || Δέκα κουτιά γάλα. Ένα ~ σαρδέλες. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε παραπέμπει θεωρητικά στο σχήμα ή στη χρήση ενός κουτιού: ~ για τη σύνδεση καλωδίων, μπουάτ 2. β. μικρός, στενός και άβολος χώρος: Kλειστήκαμε μέσα στα κουτιά των πολυκατοικιών. Διαμέρισμα ~. [μσν. κουτί < κυτίον υποκορ. του αρχ. κύτ(ος) `κοίλο δοχείο΄ -ίον ( [i (ή y) > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

 

κουτί το [kutí]: 1a. portable object, limited by usual. dimensional, of hard cardboard, metal, wood, plastic, etc. in rectangular patterns. but also round or oval, often with a lid of the same material, which is used either as a pouch for the placement, protection or transport of various things or as a commercial package: I put the pictures in a ~. Where's the shoe? The coffee is kept fresh in a metallic ~. He picks matchboxes, matchboxes. || I threw the letter to the mail in the mailbox. || Black ~, a complex electronic instrument on planes, which records all flight data. || A ~ match. He ate whole chocolates. Keep a ~ sweet. (box) of the box: a. for kt. very new, almost untapped. b. for p. who is dressed impeccably. FR is coming ~, just at my own pace. (I open) Pandora's (I begin) a process that proves to be a source of successive evils. b. the metal, custom. Cylindrical box of canned food: Beer in ~. Milk bites. || Ten boxes of milk. One ~ sardines. 2. (a.) A. anything that theoretically refers to the shape or use of a box: ~ for connecting cables, bucket 2. b. small, narrow and inconvenient space: We were locked in the boxes of apartment buildings. Apartment ~.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=κουτί&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/kutu Last Accessed: 09 Jan 2018

 

κουτούκι | kütük

 

raw wooden block /TR/

 

κουτούκι: ακατεργαστος ογκος, συνηθως απο λιθινο φυσικο υλικο, σε σχιμα περιπου κυβου, απο τον οποιο με κατεργασια η κοφιμο παιρνονται κομματια του η πλακες. 

 

κουτούκι: a raw mass, usually of natural material, in the shape of a cube, from which pieces or slabs are formed by the workpiece or the workpiece.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.96.

bottom of page