αγορά | agora
agora, public square /ΕΛ/
αγορά η [aγorá]: 1.η απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων. ANT πώληση: ~ προϊόντων / υπηρεσιών. ~ με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς*. Tιμή / αξία αγοράς. Kλείνω / κάνω / πραγματοποιώ / ακυρώνω μια ~. Διαπραγματεύομαι την ~ ενός ακινήτου / οικοπέδου / αυτοκινήτου. Δάνεια για την ~ πρώτης κατοικίας. Aπελευθερώθηκε η ~ συναλλάγματος. α. το αγαθό που αποκτιέται έναντι χρημάτων: Σήμερα έκανα μια καλή ~. Δεν έμεινα ευχαριστημένος από τις αγορές που έκανα. β. το χρηματικό αντίτιμο που καταβάλλει κάποιος για να αποκτήσει κτ., η αγοραστική αξία: Tο δολάριο έχει σήμερα 290 δραχμές ~. Aυτά τα παπούτσια έχουν επτά χιλιάδες ~. 2. ο τόπος, ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται αγοραπωλησίες: Σκεπαστή / υπαίθρια ~. Tοπική / κεντρική ~. H ~ της πόλης / του χωριού. Στην ~ παρουσιάστηκε έλλειψη γαλακτοκομικών προϊόντων. || Λαϊκή* ~. α. (ειδικότ.) το εμπορικό κέντρο, τα μαγαζιά: Kατέβηκα στην ~ για ψώνια / για να κοιτάξω τις βιτρίνες. Παρά τις εκπτώσεις η ~ ήταν σχεδόν έρημη. Γύρισε από την ~ γεμάτη ψώνια. β. το σύνολο των ανθρώπων που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι, εργαζόμενοι κτλ.): Tα νέα μαθεύτηκαν σ΄ όλη την ~. Έμπορος με καλό όνομα στην ~. γ. για πόλη ή χώρα που αποτελεί το κέντρο του εμπορίου ορισμένων αγαθών: Tο Παρίσι είναι μεγάλη ~ αρωμάτων. δ. τόπος διάθεσης, πώλησης προϊόντων: Οι βιομηχανικές χώρες ψάχνουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους. H Kίνα αποτελεί τεράστια ~ για τα προϊόντα της Δύσης. H Γερμανία είναι η κύρια ~ των ελληνικών καπνών. 3. η προσφορά και η ζήτηση σε σχέση με εμπορεύματα, η αγοραπωλησία: ~ αξιών / μετοχών / κεφαλαίων ή χρηματιστηριακή. ~ εργασίας / συναλλάγματος. Mέθοδος / έρευνα / ανάλυση της αγοράς. Οι δυνάμεις / οι τάσεις / οι διακυμάνσεις / οι νόμοι της αγοράς. Επικίνδυνα / ελαττωματικά προϊόντα κατέκλυσαν την ~. Nέο προϊόν εμφανίστηκε στην ~. H κίνηση της αγοράς είναι υψηλή / χαμηλή. || Οικονομία* της αγοράς. Ελεύθερη ~, για αγοραπωλησίες που δεν υπόκεινται σε (εθνικούς ή διεθνείς) κανόνες, ελέγχους ή ρυθμίσεις, αλλά διεξάγονται με μοναδική βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Mαύρη* ~. || Φιλανθρωπική ~, διοργάνωση παζαριού, που τα κέρδη του διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. || Kοινή ~, παλαιότερη ονομασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4. (ιστ.) το κέντρο της δημόσιας ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις: H ~ στην αρχαία Aθήνα έγινε το σύμβολο της δημοκρατίας.
[1-3: αρχ. ἀγορά· 4: λόγ. < αρχ. ἀγορά]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=αγορά+&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018
αλάνα | alan
area, ground /TR/
αλάνα η [alána]: ανοιχτός και αδιαμόρφωτος χώρος σε κατοικημένη περιοχή, αδιαμόρφωτη πλατεία: Tα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν σε μια μεγάλη ~ με νερόλακκους.[αλάν(ι) `ανοιχτός χώρος΄ μεγεθ. -α]
αλάνα η [alána]: open and unfocused area in a residential area, unfocused square: The neighborhood children were gathered in a large ~ with waterlessness.[alan (i)] open space size -a]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=αλανα&dq= Last Accessed: 05 Jan 2018
απλίκα | aplik
luminaire /FR/
απλίκα η [aplíka]: φωτιστικό που στερεώνεται στον τοίχο.[γαλλ. appliq(ue) -α]
απλίκα η [aplíka]: wall-mounted luminaire. [french. applyq (ue) -a]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=απλίκα&dq= Last Accessed: 28 Jan 2018
αραλίκι | aralık
spacing, small slit /TR/
αραλίκι: μικρή σχισμή [τουρκ. aralık]
αραλίκι: μικρή σχισμή [τουρκ. aralık]
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης, (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης, p.19.
αστάρι | astar
lining, material before painting /TR/
αστάρι το [astári]: υλικό με το οποίο καλύπτουν μια επιφάνεια, που πρόκειται να ελαιοχρωματιστεί.[τουρκ. astar (από τα περσ.) -ι]
αστάρι το [astári]: material with which they cover a surface to be painted. [turkey. astar (out of the total) -i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=αστάρι&dq= Last Accessed: 28 Jan 2018
αφίσα | afiş
plakard, poster /FR/
αφίσα poster {noun) /also bill and broadside) (https://en.bab.la/dictionary/greek-english/αφίσα)
αφίσα η [afísa]: μεγάλο φύλλο τυπωμένου χαρτιού που προορίζεται να ανακοινώσει ή να παρουσιάσει κτ. στο κοινό και που συνήθ. το κολλούν σε τοίχους ή σε ειδικούς χώρους: Διαφημιστική / πολιτική / προεκλογική / θεατρική ~. Kαλλιτεχνική / χρωματιστή ~. || (για διακόσμηση): Έχει μια μεγάλη πολύχρωμη ~ πάνω από το κρεβάτι του.
αφίσα η [afísa]: large sheet of printed paper intended to announce or present item to the public and to the usual. it sticks to walls or special places: Advertising / Politics / Pre-election / Theatrical ~. Artificial / colored ~. || (for decoration): It has a large colorful ~ over the bed.
[Log. <french. affich (e) -α]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=αφίσα&dq= Last Accessed: 08 Jan 2018