top of page

ελικόπτερακι | helikopter x

 

helicopter, a special tool for construction /FR/

 

ελικόπτερακι: εργαλείο, που χρησιμοποιείται για την λείανση βιομηχανικού δαπέδου.

 

ελικόπτερακι: tool, used for grinding industrial floors.

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.13

bottom of page