ζεμπερέκι | zemberek x
coil spring /PER/
ζεμπερέκι: μικρος μοχλος κλειδαριας πορτας (παλαιου τυπου κουτιαστου), που την ανοιγει με πιεση του αντιχειρα.
ζεμπερέκι: a small door locking lever (old boxer type), which opens it by pressing the thumb.
This word doesn’t exist in greek modern e-dictionary.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.57.
ζεμπίλι | zembil
a kind of basket /AR/
ζεμπίλι το [zembíli]: μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές (οικοδομικών υλικών κτλ.). || οποιουδήποτε σχήματος και μεγέθους σάκος ή δίχτυ για τα καθημερινά ψώνια.
[τουρκ. zembil -ι]
ζεμπίλι το [zembíli]: a large bag of straw, coarse cloth or leather, with open mouth and two handles, for rough transport (building materials, etc.). || any shape and size bag or net for everyday shopping.
[turkey. zembil-i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ζεμπίλι&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.57.
ζόρι | zor
strong force /PER/
ζόρι το [zóri]: (προφ.) 1α. εφαρμογή σχετικά μεγάλης δύναμης πάνω σε κτ.: Bάζω ~. β. άσκηση βίας, πίεσης σε κπ., εξαναγκασμός: Θέλει ~ για να διαβάσει· (πρβ. ζόρισμα) συνήθ. στην έκφραση με το ~, ασκώντας πίεση πάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το στανιό: Bγες έξω, γιατί θα σε βγάλω με το ~, διά της βίας, βίαια. Δεν ήθελε να ΄ρθει και τον έφερα με το ~, ύστερα από επίμονες πιέσεις. Δε μου άρεσε το φαγητό, αλλά το έφαγα με το ~, αναγκαστικά, πιέζοντας τον εαυτό μου, ζορίζοντάς τον. ΦΡ με το ~ παντρειά (δε γίνεται), για κτ. που είναι αδύνατο να το κάνει κάποιος σωστά, αν δεν το θέλει. 2. για δυσκολίες, δυσχέρειες, που απαιτούν μια ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια: H δουλειά έχει / θέλει πολύ ~. Έχω (μεγάλα) ζόρια ή τραβώ (μεγάλο) ~, ζορίζομαι, πιέζομαι. ΦΡ με (τα) χίλια ζόρια, ύστερα από πολλές προσπάθειες και με δυσκολία: Mε τα χίλια ζόρια τον έπεισα να κάνει δίαιτα. [τουρκ. zor -ι]
ζόρι το [zóri]: 1a. Applying relatively strong force on kt. b. Exercise of Force, Force, Forcing. 2. for difficulties, difficulties that require a particularly intense effort. [turkey. zor-i]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=ζόρι&dq= Last Accessed: 01 Feb 2018
Also in ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.58.