σαγρές | sahre x
sparkling surface, (not a known word in TR, existing in e-dictionary as cultish) /AR/
σαγρές: σπυρωτη επιφανεια.
σαγρές: sparkling surface.
Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.181.
Source: http://www.tdk.gov.tr/index.php?option=com_bts&arama=kelime&guid=TDK.GTS.5a78d6af0aaa04.67489637 Last Accessed: 05 Feb 2018
σιρίτι | şerit
stripe /AR/
σιρίτι το [siríti]: διακοσμητικό κορδόνι μεταξωτό, χρυσοΰφαντο ή πλεχτό, που ράβεται επάνω σε ενδύματα, καπέλα, στολές ή έπιπλα. [τουρκ. şerit]
σιρίτι το [siríti]: decorative cord silk, golden or braided, sewn on garments, hats, uniforms or furniture. [turk. şerit]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σιρίτι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
σοβάς | sıva
plaster /TR/
σοβάς ο [sovás]: αμμοκονίαμα για την επίχριση των τοίχων: Xοντρός ~, το πρώτο στρώμα σοβά από χοντρόκοκκη άμμο. Ψιλός ~, το δεύτερο στρώμα σοβά από λεπτόκοκκη άμμο. [τουρκ. sıva]
σοβάς ο [sovás]: sandblasting for the walls,…, the second layer of plaster of fine sand. [turk. siva]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σοβάς&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
σοκάκι | sokak
street /AR/
σοκάκι το [sokáki]: πολύ στενός και μικρός δρόμος. (έκφρ.) πήρε τα σοκάκια, πήρε τους δρόμους. [τουρκ. sokak]
σοκάκι το [sokáki]: very narrow and small road. (exp) took the streets, took the streets. [turk. sokak]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σοκάκι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
σόμπα | soba
stove /HNG/
σόμπα η [sómba]: συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων· θερμάστρα: ~ για ξύλα. Hλεκτρική ~. ~ πετρελαίου. Tα μπουριά της σόμπας. σομπίτσα η YΠΟKΟΡ.
[τουρκ. soba· σόμπ(α) -ίτσα]
σόμπα η [sómba]: apparatus operated by solid or liquid fuel or by electricity and used for heating indoors; heater. [τουρκ. soba]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σομπα&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
σομακί | somaki
a specific kind of marble in dark red /AR/
σομακί το [somakí]: είδος πολύχρωμου μαρμάρου. [τουρκ. somaki < αραβ. summaki]
σομακί το [somakí]: a kind of colorful marble. [turkey. somaki <arab. summaki]
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σομακί&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018
σπαο χαρμάνι | sıva harmanı x
mixing the mortar /TR+PER/
σπαο χαρμάνι: ετοιμασία – ανάμειξη μείγματος κονιάματος (χαρμάνι) με το χέρι κι όχι με μπετονιέρα.
σπαο χαρμάνι: prepare - mix mixing mortar with hand and not with concrete mixer.
Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.21.
σφουγγάρι | sünger
sponge /ΕΛ/
σφουγγάρι το [sfuŋgári]: 1.θαλάσσιος οργανισμός που δεν έχει την ικανότητα να κινείται και του οποίου ο ελαφρύς και πορώδης σκελετός είναι κατάλληλος για διάφορες χρήσεις· σπόγγος: Στη Mεσόγειο αλιεύονται πολλά σφουγγάρια. 2. μαλακή πορώδης μάζα πολύ απορροφητική, με κιτρινωπό χρώμα και ακανόνιστο σχήμα, που προέρχεται από τον κατάλληλα επεξεργασμένο σκελετό του ομώνυμου ζώου και που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του σώματος ή αντικειμένων και επιφανειών: ~ για το μπάνιο / για την κουζίνα. || απομίμηση σφουγγαριού από συνθετική ύλη: Tετράγωνο / στρογγυλό / κίτρινο / κόκκινο ~. (έκφρ.) πίνει σαν ~, για υπερβολική οινοποσία. ρουφάει / τραβάει / πίνει σαν ~, για κτ. που έχει μεγάλη απορροφητικότητα: Ο τοίχος ρουφάει την υγρασία σαν ~. Οι μελιτζάνες πίνουν το λάδι σαν ~. ΦΡ σβήνω κτ. με το ~, το σβήνω από τη μνήμη μου, το ξεχνώ: Σβήνω τα χρέη / τα σβήνω με το
[μσν. σφουγγάρι < ελνστ. *σφογγάριον, σπογγάριον υποκορ. του αρχ. σφόγγος, σπόγγος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )]
σφουγγάρι το [sfuŋgári]: 1. a marine organism that is not capable of moving and whose light and porous skeleton is suitable for various uses; sponge: Many sponges are caught in the Mediterranean Sea. 2. a very absorbent, porous, yellowish and irregular shaped porous mass that comes from the suitably treated skeleton of the homonymous animal and which is used to clean the body or objects and surfaces: ~ for the bath / for the kitchen. || imitation sponge of synthetic material: Square / Round / Yellow / Red ~. (ex.) drinks like, for excessive wine drinking. sucks / pulls / drinks like ~
Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=σφουγγάρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018