top of page

παζάρι | pazar

 

bazaar, marketplace /PER/

 

παζάρι το [pazári]: 1.υπαίθριος χώρος όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνονται έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους· εμποροπανήγυρη: Όλα τα γύρω χωριά κατέβαιναν στο ~. || παζάρι που γίνεται κάθε βδομάδα· λαϊκή αγορά. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η αλεπού* στο ~; ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο ~ κι ήταν ημέρα Σάββατο*. 2. (πληθ.) συζήτηση, διαπραγμάτευση της τιμής και των όρων για την αγορά ή πώληση ενός αγαθού· παζάρεμα: Kάνω ~, παζαρεύω. Άσε τα παζάρια, σου είπα την τελευταία τιμή. || (μειωτ.) για διαπραγμάτευση αθέμιτης συναλλαγής.

[μσν. παζάρι < τουρκ. pazar -ι]

 

παζάρι το [pazári]: 1. an open space where traders and producers are gathered at regular intervals to sell their products; fair trade. 2. (plural) discussion, negotiation of the price and terms for the purchase or sale of a good; bargaining, (less) to negotiate a collusive transaction. [turk. pazar]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=παζάρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

πανηγύρι | panayır

 

outdoor market and festival place /ΕΛ/

 

πανηγύρι το [panijíri]: 1.ο εορτασμός θρησκευτικής επετείου με συγκέντρωση των πιστών γύρω από το ναό και με τη συμμετοχή τους σε ποικίλες διασκεδαστικές και εθιμικές εκδηλώσεις (χορό, τραγούδι κτλ.): Tο ~ της Παναγίας. Tο ~ του χωριού μας. Tριήμερο ~. 2. γενικά, ομαδική ζωηρή διασκέδαση· γλέντι: Xαρές και πανηγύρια. ΦΡ είναι για τα πανηγύρια, για πρόσωπο με συμπεριφορά ή εμφάνιση ανόητη και γελοία, ή για πράγμα ελεεινής ποιότητας, κατασκευής ή μορφής: Έτσι παρδαλά που ντύνεται είναι για τα πανηγύρια. έγινε του Kουτρούλη* ο γάμος / το ~. 3. (ειρ.) για θορυβώδες επεισόδιο (καβγά, διαπληκτισμό κτλ.) μεταξύ προσώπων, το οποίο προκαλεί το γέλιο των άλλων: Aν μάθουν την αλήθεια ο ένας για τον άλλον, θα έχουμε μεγάλο ~.

[μσν. πανηγύριν (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. πανηγύριον `υπαίθρια αγορά΄ υποκορ. του αρχ. πανήγυρις `γενική συγκέντρωση΄]

 

πανηγύρι το [panijíri]: 1. the celebration of a religious anniversary with the gathering of the believers around the temple and their participation in a variety of entertaining and customary events (dancing, singing, etc.) 2. generally, group lively fun; feast: Hares and festivals. FF is for festivals, for a person with behavior or appearance foolish and ridiculous, or for a thing of merciful quality, construction or form. 3. (eg) for a noisy episode (quarrels, quarrels, etc.) between persons, which causes the laughter of others.

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=πανηγύρι&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

Source: https://www.etimolojiturkce.com/kelime/panayır Last Accessed: 11 Jan 2018

 

παντζούρι | panjur

 

shutter /FR/

 

παντζούρι το [pandzúri]: το εξωτερικό (και συνήθ. ξύλινο) φύλλο παραθύρου: Άσπρα σπιτάκια με κόκκινα παντζούρια.[τουρκ. panjur (από τα περσ.) -ι]

 

παντζούρι το [pandzúri]: the outside (and custom wooden) window leaf: White houses with red shutters.

[turk. panjur]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=παντζούρι&dq= Last Accessed: 05 Feb 2018

 

παρκέ | parke

 

parquet, flooring /FR/

 

παρκέ το [parké]: δάπεδο από μικρές συναρμοσμένες σανίδες από εκλεκτό σκληρό ξύλο σε ορισμένες διαστάσεις, κατάλληλα λειασμένες και γυαλισμένες: Δρύινο ~. ~ ψαροκόκαλο. || Kάνω ~, αλείφω το δάπεδο με ειδική ουσία, την παρκετίνη, και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα. ~ διαρκείας, με μόνιμο γυάλισμα, που δε χρειάζεται συχνή συντήρηση. || Tο ~ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. [λόγ. < γαλλ. parquet]

 

παρκέ το [parké]:  floor of small assembled boards of fine hardwood in certain dimensions, properly polished and polished. [French. parquet]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=παρκέ&dq= Last Accessed: 11 Jan 2018

 

πέκι | peki x

 

horizontal seat, (meaning good in TR) /TR/

 

πέκι: οριζόντια έδραση.

 

πέκι: horizontal seat.

 

Source: ΛΥΧΝΟΣ, Εκδότης. (1983). Λεξικο των λαικων τεχνικων ορων της οικοδομικης. p.159.

 

πένσα | pense

 

pliers /FR/

 

πένσα η [pénsa]: 1. είδος λαβίδας με τα δύο σκέλη συνδεδεμένα χιαστί έτσι ώστε, όταν πιέζονται στο ένα άκρο (λαβή), να σφίγγουν πολύ στο άλλο: Έβγαλε το καρφί από τον τοίχο / λύγισε το σύρμα / βίδωσε το παξιμάδι με την ~. 2. (ραπτ.) μικρή κλειστή πιέτα που κάνει να φαίνονται οι γραμμές του σώματος.

[βεν. *pensa < γαλλ. peince]

 

πένσα η [pénsa]: 1. a type of tweezers with the two legs connected crosswise so that, when pressed to one end (handle), they tighten too much to the other. 2. (clamp) small closed tuft that makes the lines of the body appear. [french. peince]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=πένσα&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

περβάζι  | pervaz

 

sill /PER/

 

περβάζι το [pervázi] & πρεβάζι το [prevázi]: το κάτω, συνήθ. και πλατύτερο, τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας: Στεκόταν στο παράθυρο με τα χέρια ακουμπισμένα στο ~. || πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας· κούφωμα.[τουρκ. pervaz (από τα περσ.) -ι· μετάθ. του [r] ]

 

περβάζι: down, habit. and wider part of the frame of a window or a door: He stood in the window with his hands resting on ~. || window frame or door frame; [turk. pervaz (of all) -math. of [r]]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=περβάζι&dq= Last Accessed: 31 Jan 2018

 

πέργκολα | pergola

 

open air structure /IT/

 

πέργκολα η [pérgola] & πέργολα η [pérγola]: 1. σκέπαστρο υπαίθριου χώρου από πλέγμα οριζόντιων δοκών επάνω στο οποίο απλώνεται αναρριχητικό φυτό· (πρβ. κρεβατίνα). 2. ειδικό πλέγμα από ξύλινες, σιδερένιες κτλ. ράβδους που τοποθετείται κάθετα και χρησιμεύει κυρίως για να αναρριχώνται φυτά.

[ιταλ. pergola· μσν. *πέργολα (πρβ. μσν. πέργουλα) < ιταλ. pergola]

 

πέργκολα η [pérgola] & πέργολα η [pérγola]: 1. open-air enclosure of horizontal girder grids over which a climbing plant is spread; (see bed). 2. a special lattice made of wooden, iron, etc. placed vertically and serves mainly for climbing plants. [Italian. pergola · μσν. * pergola (see pen) <Italian. pergola]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=περγολα&dq= Last Accessed: 05 Feb 2018

 

πλάκα | plaka

 

plate construction materials /IT/

 

πλάκα (γενική «της πλακός» για αποφυγή παρανοήσεων… ): το επίπεδο, συνήθως οριζόντιο, μικρού πάχους και μεγάλης επιφάνειας στοιχείο του σκελετού μιας οικοδομής. Μαζί με τις κολώνες και τα δοκάρια, αποτελούν τον σκελετό της οικοδομής.

 

πλάκα (general "plate" to avoid misunderstandings ...): the level, usually horizontal, small thickness and large surface element of the frame of a building. Together with the columns and beams, they form the frame of the building. 

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.19.

 

πλάνο | plan

 

plan /FR/

 

πλάνο το [pláno]: 1. διάγραμμα, σχέδιο σε γενικές γραμμές: Tο ~ της εισήγησης / της ομιλίας / της διάλεξης. 2. σχέδιο, πρόγραμμα, προγραμματισμός (δράσης, ενεργειών κτλ.): Tο ~ της εκδρομής / του ταξιδιού. Tο ~ της οικονομικής εξόρμησης ενός κόμματος, προγραμματισμένος οικονομικός στόχος. Έβαλαν ένα ~ στη δουλειά τους. Έπεσε έξω στο / πέτυχε το ~ του. || εικόνα, σκηνή (σε κινηματογραφική λήψη ή σε βίντεο): Kοντινό / μακρινό / γενικό / στατικό ~. Tα πλάνα της ταινίας είναι μεγάλα και κουραστικά. ΦΡ σε πρώτο / σε δεύτερο ~, σε πρώτη / δεύτερη θέση, σε πρώτο / δεύτερο επίπεδο ενδιαφέροντος: Έρχομαι / περνώ σε πρώτο ~. Tην επόμενη μέρα η είδηση πέρασε σε δεύτερο ~. [γαλλ. plan -ο]

 

πλάνο το [pláno]: 1. diagram, plan in general: The speech / lecture / lecture. 2. plan, program, planning (action, actions etc.) || picture, scene (in movie or video) [french. plan -o]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=πλάνο&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

 

πρέζα | pireze

 

the point of concreting /IT/

 

πρέζα: α) για μπετόν , η αντλία, που τραβάει το σκυρόδεμα από την βαρέλα και το ανεβάζει στο σημείο σκυροδέτησης β) το μηχάνημα, που αναμειγνύει και προωθεί το κονίαμα για τα σοβατίσματα στο σημείο διάστρωσης (άλλη ονομασία : ΔΡΑΚΟΣ , από το εργοστάσιο κατασκευής του παλαιότερα). 

 

πρέζα: a) for concrete, the pump, which draws the concrete from the barrel and raises it to the point of concreting; b) the machine, mixes and promotes plaster mortar at the screed site (another name: DRAKOS, from its former manufacturing plant).

 

Source: Αγγελική Ι. Τριανταφύλλου, (2014). H μαστορική ορολογία της οικοδομικής. p.20.

 

προφίλ | profil 

 

profile /FR/

 

προφίλ το [profíl] Ο (άκλ.): II. (τεχν.) 1. διατομή. 2. επίμηκες μεταλλικό στοιχείο, ειδικής διατομής: ~ αλουμινίου. [λόγ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo]

 

προφίλ το [profíl] Ο (άκλ.): 1. cross section. 2. an elongated metal element of special cross-section: ~ aluminum. [Log. <french. profile <Italian. profilo]

 

Source: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=προφίλ+&dq= Last Accessed: 09 Jan 2018

bottom of page